αὔλιος: Difference between revisions

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὔλιος:''' <b class="num">I</b> 3<br /><b class="num">1)</b> [[αὐλή]] служащий жильем, по друг. [[αὐλός]] оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Men. = [[αὔλειος]] II.<br /><b class="num">II</b> ἡ Luc. v. l. = [[αὔλειος]] II.
|elrutext='''αὔλιος:'''<br /><b class="num">I</b> 3<br /><b class="num">1)</b> [[αὐλή]] служащий жильем, по друг. [[αὐλός]] оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Men. = [[αὔλειος]] II.<br /><b class="num">II</b> ἡ Luc. v. l. = [[αὔλειος]] II.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αὐλή]]<br />of or for [[farm]]-yards, [[rustic]], Eur.
|mdlsjtxt=[[αὐλή]]<br />of or for [[farm]]-yards, [[rustic]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:55, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔλιος Medium diacritics: αὔλιος Low diacritics: αύλιος Capitals: ΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: aúlios Transliteration B: aulios Transliteration C: aylios Beta Code: au)/lios

English (LSJ)

α, ον, (αὐλή I)

   A belonging to folds, ἀστὴρ αὔλιος 'star that bids the shepherd fold', A.R.4.1630, cf. Call.Fr.539; ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις dub. l. in E.Ion500 (lyr.).    II αὔλιος θύρα dub. l. in Men.546; cf. αὐλία θύρα· πυλών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 393] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ αὔλιος, der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von αὐλός ab, wie αὔλιος θύρα = αὐλεία, Men. Stob. flor. 74, 11.

Greek (Liddell-Scott)

αὔλιος: -α, -ον, (αὐλή Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ αὔλειος ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος αὐλή, παράγει δὲ τὸ αὔλιος ἐκ τοῦ αὐλός)· - ἀλλ’ ἀστὴρ αὔλιος, εἶναι ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «αὔλιον ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ ἕσπερος ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. αὔλιος θύρα = αὔλειος, Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne l’étable, la bergerie ou les bergers ; ἀστὴρ αὔλιος l’étoile du berger ; p. ext. rustique, selon d’autres qui résonne du son de la flûte;
2 c. αὔλειος.
Étymologie: αὐλή, ou αὐλός pour le dernier sens.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 relativo al establo o aprisco ἀστὴρ αὔλιος estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde Call.Fr.177.6, A.R.4.1630.
2 del patio αὐλία θύρα Moer.81, Hsch.; cf. αὔλειος.

Greek Monolingual

αὔλιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί
2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» — ο αποσπερίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β' συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα από -αυλος της λ. αυλός, των οποίων όμως η σημασία είναι τελείως διαφορετική, πρβλ. συναυλία (αυλή) «η συζυγική συμβίωση», συναυλία (αυλός) «συμφωνία αυλών».
ΣΥΝΘ. αρχ. απαυλία, αγραυλία, δυσαυλία, επαύλιον, θυραυλία, μοναυλία, ομαυλία, συναυλία.

Greek Monotonic

αὔλιος: -α, -ον (αὐλή), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, αγροτικός, εξοχικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αὔλιος:
I 3
1) αὐλή служащий жильем, по друг. αὐλός оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);
2) Men. = αὔλειος II.
II ἡ Luc. v. l. = αὔλειος II.

Middle Liddell

αὐλή
of or for farm-yards, rustic, Eur.