οἶδμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(1ba)
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἶδμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> вздувшиеся воды, волнение, высокие валы (θαλάσσης HH; [[ἁλός]] Soph.; πόντου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> бурное дыхание (Νότων Anth.).
|elrutext='''οἶδμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> вздувшиеся воды, волнение, высокие валы (θαλάσσης HH; [[ἁλός]] Soph.; πόντου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> бурное дыхание (Νότων Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἶδμα]], ατος, τό, [[οἰδέω]]<br />a [[swelling]], [[swell]], οἴδματι θύων [[raging]] with [[swollen]] waves, Il.; in pl., Soph.:—[[generally]], the sea, Soph., Eur.
|mdlsjtxt=[[οἶδμα]], ατος, τό, [[οἰδέω]]<br />a [[swelling]], [[swell]], οἴδματι θύων [[raging]] with [[swollen]] waves, Il.; in pl., Soph.:—[[generally]], the sea, Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 17:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶδμα Medium diacritics: οἶδμα Low diacritics: οίδμα Capitals: ΟΙΔΜΑ
Transliteration A: oîdma Transliteration B: oidma Transliteration C: oidma Beta Code: oi)=dma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A swelling, swell, in Hom. only of water, ὁ δ' ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, of a river, with swollen waves, Il.21.234 ; of the sea, ὁ δ' ἔστενεν οἴδματι θύων 23.230, cf. Hes. Th.109 ; ἐπ' οἴδματι μάργῳ Emp. 100.7, cf. 24 ; περιβρυχίοισι περῶν ὑπ' οἴδμασιν S.Ant.337 (lyr.) ; οἶ. θαλάσσης h.Cer.14 ; οἶδμ' ἅλιον h.Ap.417, Pi.Fr.221 (codd. S.E.) ; γλαυκᾶς ἐπ' οἶδμα λίμνας S.Fr.476 (lyr.) ; ἐς οἶ. πόντου E.Or.991 (lyr.); οἶ. πόντιον Id.IA704 : hence, generally, the sea, S.Ant.588 (lyr.) ; Τύριον, Φρύγιον οἶδμα, E.Ph.202, Hel.369 (both lyr.), etc. ; ἐς οἶδμ' ἁλός Id.Hec.26 ; τῶν κατ' οἶδμα παρθένων the Nereids, Id.Hel.6 ; Αἴγαιον οἶ. Id.IA1601, cf. IT1412, al. ; διὰ πόντιον οἶδμα (mock heroic) Antiph. 196.3.    II οἶ. νότων the swelling of the south-west wind, AP9.36 (Secund.).

Greek (Liddell-Scott)

οἶδμα: τό, φούσκωμα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐπὶ ὕδατος, ἑπομένως κῦμα, ὁ δ’ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων ἐξωγκωμένα κύματα, Ἰλ. Φ. 234· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ δ’ ἔστενεν, οἴδματι θύων Ἰλ. Ψ. 230, πρβλ. Ἡσ. Θ. 100· ἐπ’ οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349, πρβλ. 367· περιβρυχίοισι περῶν ὑπ’ οἴδμασιν Σοφ. Ἀντ. 337 (λυρ.)· οἶδμα θαλάσσης Ὅμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 14· οἶδμ’ ἅλιον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 417, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 242. 3· γλαυκᾶς ἐπ’ οἶδμα λίμνας Σοφ. Ἀποσπ. 423· ἐς οἶδμα πόντου Εὐρ. Ὀρ. 992· πόντιον Ι. Α. 704· - ἀκολούθως καθόλου, ἡ θάλασσα, Σοφ. Ἀντ. 588· Τύριον, Φρύγιον, Εὔξεινον οἶδμα Εὐρ. Φοίν. 202, Ἑλ. 369, κτλ.· ἅπαντα τὰ ἐκ τραγικῶν ποιητῶν μνημονευόμενα χωρία εἶναι λυρ., ἀλλ’ ὁ Εὐρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ἐς οἶδμ’ ἁλὸς Ἑκάβ. 26· τῶν κατ’ οἶδμα παρθένων, τῶν Νηρηΐδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 6· Αἰγαῖον οἶδμα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1601, Ι. Τ. 1412, κ. ἀλλ.· διὰ πόντιον οἶδμα, (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ), Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1, 3. ΙΙ. οἶδμα νότων, τὸ φούσκωμα τοῦ νοτιοδυτικοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 9. 36.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gonflement des vagues ; grosse vague.
Étymologie: R. Ὑδ, grossir.

English (Autenrieth)

ατος: swell of the sea, billow, Il. 21.234 and Il. 23.230.

English (Slater)

οἶδμα
   1 surge τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.

Greek Monolingual

οἶδμα, τὸ (Α)
1. (στον Όμ.) καθετί που εξογκώνεται, που φουσκώνει και ιδίως το κύμα της θάλασσας («οἶδμ' ἅλιον» Πίνδ.)
2. (ποιητ., συνεκδ.) α) κυματώδης πόντος, φουσκωμένη θάλασσα («Φρύγιον οἶδμα», Ευρ.)
β) θυελλώδης άνεμος («χειμερίων ἄγριον οἶδμα νότων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» (πρβλ. κυέω: κύμα) ή από τον θεματικό ενεστ. οἴδομαι].

Greek Monotonic

οἶδμα: -ατος, τό (οἰδέω), πρήξιμο, διόγκωση, φούσκωμα, οἴδματι θύων, λυσσομανώντας με φουσκωμένα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., σε Σοφ.· γενικά, θάλασσα, στον ίδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

οἶδμα: ατος τό
1) вздувшиеся воды, волнение, высокие валы (θαλάσσης HH; ἁλός Soph.; πόντου Eur.);
2) бурное дыхание (Νότων Anth.).

Middle Liddell

οἶδμα, ατος, τό, οἰδέω
a swelling, swell, οἴδματι θύων raging with swollen waves, Il.; in pl., Soph.:—generally, the sea, Soph., Eur.