μάγκας: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. μάγκισσα<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ([[κατά]] την [[τουρκοκρατία]] και [[κατά]] την [[επανάσταση]] του 1821) [[άτακτος]] [[στρατιώτης]] που ανήκε σε μια [[μάγκα]]<br /><b>2.</b> (στο [[παρελθόν]]) [[νέος]] [[χωρίς]] βιοποριστικό [[επάγγελμα]] που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και μικρολωποδυσίες ή μικροαπάτες, [[αλητόπαιδο]], [[χαμίνι]], [[χασομέρης]]<br /><b>3.</b> ψευτοπαλικαράς, [[νταής]] («πολύ τον [[μάγκα]] μάς κάνεις και δεν σού [[πάει]]»)<br /><b>4.</b> [[κατεργάρης]], διεφθαρμένος, [[μπερμπάντης]]<br /><b>5.</b> [[επιτήδειος]] στη [[διεξαγωγή]] διαφόρων υποθέσεων, [[καπάτσος]] («ήταν [[μάγκας]] και γι' αυτό τά κατάφερε»)<br /><b>6.</b> [[έξυπνος]], [[τίμιος]], με σωστή και αντρίκια [[συμπεριφορά]], [[μπεσαλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του θηλ. [[μάγκα]] με [[αλλαγή]] γένους (<b>[[πρβλ]].</b> η [[μαλάκα]]: ο [[μαλάκας]])].
|mltxt=ο, θηλ. μάγκισσα<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ([[κατά]] την [[τουρκοκρατία]] και [[κατά]] την [[επανάσταση]] του 1821) [[άτακτος]] [[στρατιώτης]] που ανήκε σε μια [[μάγκα]]<br /><b>2.</b> (στο [[παρελθόν]]) [[νέος]] [[χωρίς]] βιοποριστικό [[επάγγελμα]] που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και μικρολωποδυσίες ή μικροαπάτες, [[αλητόπαιδο]], [[χαμίνι]], [[χασομέρης]]<br /><b>3.</b> ψευτοπαλικαράς, [[νταής]] («πολύ τον [[μάγκα]] μάς κάνεις και δεν σού [[πάει]]»)<br /><b>4.</b> [[κατεργάρης]], διεφθαρμένος, [[μπερμπάντης]]<br /><b>5.</b> [[επιτήδειος]] στη [[διεξαγωγή]] διαφόρων υποθέσεων, [[καπάτσος]] («ήταν [[μάγκας]] και γι' αυτό τά κατάφερε»)<br /><b>6.</b> [[έξυπνος]], [[τίμιος]], με σωστή και αντρίκια [[συμπεριφορά]], [[μπεσαλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του θηλ. [[μάγκα]] με [[αλλαγή]] γένους ([[πρβλ]]. η [[μαλάκα]]: ο [[μαλάκας]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. μάγκισσα
1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση του 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα
2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και μικρολωποδυσίες ή μικροαπάτες, αλητόπαιδο, χαμίνι, χασομέρης
3. ψευτοπαλικαράς, νταής («πολύ τον μάγκα μάς κάνεις και δεν σού πάει»)
4. κατεργάρης, διεφθαρμένος, μπερμπάντης
5. επιτήδειος στη διεξαγωγή διαφόρων υποθέσεων, καπάτσος («ήταν μάγκας και γι' αυτό τά κατάφερε»)
6. έξυπνος, τίμιος, με σωστή και αντρίκια συμπεριφορά, μπεσαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θηλ. μάγκα με αλλαγή γένους (πρβλ. η μαλάκα: ο μαλάκας)].