οὔτι: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />not, I [[suppose]] | |mdlsjtxt=<br />not, I [[suppose]]… , [[surely]] you do not [[mean]] that… , Pind., Soph., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 26 February 2019
German (Pape)
[Seite 421] gen. οὔτινος, Niemand, Keiner, Nichts; Hom. u. Hes. oft; gew. substantivisch, allein, u. c. gen., οὔτις, οὔτε θεῶν οὔτε ἀνθρώπων, Il. 3, 365, öfter; auch plur. οὔτινες, Od. 6, 279; ἐλεύθερος γὰρ οὔτις ἐστὶ πλὴν Διός, Aesch. Prom. 50; Folgde; auch adjectivisch, μέμψιν οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων 443, ἀρωγὴ δ' οὔτις ἀλλήλοις παρῆν Pers. 406, öfter, u. Folgde; das neutr. οὔτι oft adverbialisch, gar nicht, durchaus nicht, keinesweges, οὔτι κάκιστος, Il. 16, 570, auch getrennt, οὐ γάρ τι, u. ähnliche mehr; οὔτι μέλλων, Aesch. Ag. 281, öfter; οὔτι τοῦτο θαῦμ' ἐμοί, Soph. Phil. 408; ἡγοῦμαι γὰρ αὐτοὺς οὔτι διαπράξεσθαι ὃ ἐβουλήθήσαν, Plat. Prot. 317 a; οὔτι μὲν δή, doch nicht, Theaet. 186 e u. sonst; aber das masc. selten in Prosa, Ath. III, 148 f. – Ἡ οὔτις, ιδος, ein Schluß der Stoiker, D. L. 7, 44. 82. neutr. von οὔτις, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
οὔτι: που, ἢ κάλλιον οὐ τί που, οὔτι που οὗτος Ἀπόλλων, «οὐδαμῶς οὗτός ἐστιν ὁ Ἀπόλλων» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 155· ὡς τὸ οὐ δήπου, οὔ τι που δοῦναι νοεῖς; Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε οὔτιπου, ὡς μία λέξις.
French (Bailly abrégé)
neutre de οὔτις.
English (Autenrieth)
no one, not anything; the neut. as adv., not at all, by no means.
see οὔτις.
Greek Monolingual
το
έγχορδο μουσικό όργανο που μοιάζει με λαγούτο, έχει μεγάλο απιοειδές και κοντό ηχείο, φαρδύ μπράτσο με κεφαλή που σχηματίζει ορθή γωνία, πέντε συν. διπλές χορδές και παίζεται με πένα, αλλ. ουντ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ut].
Russian (Dvoretsky)
οὔτι:
I n к οὔτις.
II adv. тж. раздельно нисколько (никак, ничуть, совершенно) не (οὔ. μοι αἴτιοί εἰσιν, sc. οἱ Τρῶες Hom.): ἀλλ᾽ οὔ. μὲν δὴ τούτου γε ἕνεκα ἠρχόμεθα διαλεγόμενοι Plat. но мы ведь совсем не для этого начали беседу; οὔ. πη Her., дор. οὔ. πᾳ Theocr. никоим образом, никак; οὔ. που Pind. далеко не, ни в коем случае; οὔ. που δοῦναι νοεῖς; Soph. не думаешь же ты вернуть (оружие Филоктету)?; οὔ. πω Soph., οὔ. κω Her. далеко еще не.
Middle Liddell
not, I suppose… , surely you do not mean that… , Pind., Soph., etc.