σύσσωμος: Difference between revisions

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
(c2)
(cc2)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(L T Tr WH συνσωμος (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])), συσσωμον ([[σύν]] and [[σῶμα]]), belonging to the [[same]] [[body]] (i. e. [[metaphorically]], to the [[same]] [[church]]) (R. V. [[fellow]]-members of the [[body]]): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)  
|txtha=(L T Tr WH συνσωμος (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])), συσσωμον ([[σύν]] and [[σῶμα]]), belonging to the [[same]] [[body]] (i. e. [[metaphorically]], to the [[same]] [[church]]) (R. V. [[fellow]]-members of the [[body]]): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sÚsswmoj 需士-所摩士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':共同-身體<p>'''字義溯源''':同為一體;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[σῶμα]])=身體)組成,而 ([[σῶμα]])出自([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])=救), ([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])出自([[σωρεύω]])X*=穩妥)<p/>'''出現次數''':總共(1);弗(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 同為一體(1) 弗3:6
|sngr='''原文音譯''':sÚsswmoj 需士-所摩士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':共同-身體<br />'''字義溯源''':同為一體;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[σῶμα]])=身體)組成,而 ([[σῶμα]])出自([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])=救), ([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])出自([[σωρεύω]])X*=穩妥)<br />'''出現次數''':總共(1);弗(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 同為一體(1) 弗3:6
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσσωμος Medium diacritics: σύσσωμος Low diacritics: σύσσωμος Capitals: ΣΥΣΣΩΜΟΣ
Transliteration A: sýssōmos Transliteration B: syssōmos Transliteration C: syssomos Beta Code: su/sswmos

English (LSJ)

ον,

   A united in one body, Ep.Eph.3.6.

German (Pape)

[Seite 1043] zu einem Körper verbunden, in einen Körper vereinigt, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σύσσωμος: -ον, συνηνωμένος εἰς ἓν σῶμα, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 6, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
uni en un seul corps.
Étymologie: σύν, σῶμα.

English (Strong)

from σύν and σῶμα; of a joint body, i.e. (figuratively) a fellow-member of the Christian community: of the same body.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνσωμος (cf. σύν, II. at the end)), συσσωμον (σύν and σῶμα), belonging to the same body (i. e. metaphorically, to the same church) (R. V. fellow-members of the body): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο / σύσσωμος, -ον, ΝΜΑ
ενωμένος σε ένα σώμαεἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ολόσωμος, σύγκορμος
2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).
επίρρ...
συσσώμως ΝΜ, και σύσσωμα Ν
σε όλο το σώμα ή με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. έν-σωμος].

Greek Monotonic

σύσσωμος: -ον (σῶμα), συνενωμένος σ' ένα σώμα, συσσωματωμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σύσσωμος: составляющий (с кем-л.) одно тело (ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσσωμος -ον [σύν, σῶμα] tot dezelfde gemeenschap behorend. NT Eph. 3.6.

Middle Liddell

σύσ-σωμος, ον, σῶμα
united in one body, NTest.

Chinese

原文音譯:sÚsswmoj 需士-所摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:共同-身體
字義溯源:同為一體;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σῶμα)=身體)組成,而 (σῶμα)出自(ἐκσῴζω / σῴζω)=救), (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 同為一體(1) 弗3:6