встречаться: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπικυρέω]] | |rueltext=[[ἐπικυρέω]], [[συμπίπτω]], [[συναντιάζω]], [[συνάντομαι]], [[ἐντυγχάνω]], [[ἐγκύρω]], [[ἀντιβολέω]], [[ἄντομαι]], [[συναντάω]], [[συναβολέω]], [[συνηβολέω]], [[συντυγχάνω]], [[ἐπαντιάζω]], [[συνέρχομαι]], [[ἀντικύρω]], [[ἐπιπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐμμίγνυμι]], [[συνθέω]], [[συγκατατρέχω]], [[ἐφέπω]], [[ἐπέπω]], [[συγκυρέω]], [[σύνειμι]], [[συμπίτνω]], [[συμμίγνυμι]], [[συρρήγνυμι]], [[ἐμπίπτω]], [[ἔπειμι]], [[συνέχω]], [[νεύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπικυρέω, συμπίπτω, συναντιάζω, συνάντομαι, ἐντυγχάνω, ἐγκύρω, ἀντιβολέω, ἄντομαι, συναντάω, συναβολέω, συνηβολέω, συντυγχάνω, ἐπαντιάζω, συνέρχομαι, ἀντικύρω, ἐπιπίπτω, παραπίπτω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐμμίγνυμι, συνθέω, συγκατατρέχω, ἐφέπω, ἐπέπω, συγκυρέω, σύνειμι, συμπίτνω, συμμίγνυμι, συρρήγνυμι, ἐμπίπτω, ἔπειμι, συνέχω, νεύω