ἄμυνα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amyna
|Transliteration C=amyna
|Beta Code=a)/muna
|Beta Code=a)/muna
|Definition=ης, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">warding off an attack, self-defence</b>, <span class="bibl">Theopomp.Com. 3D.</span>, <span class="bibl">Ps.-Phoc.32</span>, <span class="bibl">Ph.2.31</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>73</span>, etc.: c. gen. obj., ἐχθρῶν <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>5.17</span>, <span class="bibl">Ph.1.322</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[vengeance]], [[requital]], <span class="bibl">Ps.-Phoc.77</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.66 W., Nic.Dam.p.104D., <span class="bibl">Plot.4.4.17</span>, etc.</span>
|Definition=ης, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">warding off an attack, self-defence</b>, <span class="bibl">Theopomp.Com. 3D.</span>, <span class="bibl">Ps.-Phoc.32</span>, <span class="bibl">Ph.2.31</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>73</span>, etc.: c. gen. obj., ἐχθρῶν <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>5.17</span>, <span class="bibl">Ph.1.322</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[vengeance]], [[requital]], <span class="bibl">Ps.-Phoc.77</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.66 W., Nic.Dam.p.104D., <span class="bibl">Plot.4.4.17</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:30, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμῡνα Medium diacritics: ἄμυνα Low diacritics: άμυνα Capitals: ΑΜΥΝΑ
Transliteration A: ámyna Transliteration B: amyna Transliteration C: amyna Beta Code: a)/muna

English (LSJ)

ης, ἡ,    A warding off an attack, self-defence, Theopomp.Com. 3D., Ps.-Phoc.32, Ph.2.31, App.Pun.73, etc.: c. gen. obj., ἐχθρῶν LXX Wi.5.17, Ph.1.322.    II vengeance, requital, Ps.-Phoc.77, Phld.Ir.p.66 W., Nic.Dam.p.104D., Plot.4.4.17, etc.

German (Pape)

[Seite 131] ἡ, Vertheidigung, Rache, Plut. Thes. 29 Caes. 44, oft; App. Pun. 8, 73 Civ. 2, 118 u. Sp., s. Lob. Phryn. 23; die Atticisten verwerfen das Wort.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμῡνα: -ης, -ἡ, ἀπόκρουσις προσβολῆς, ὑπεράσπισις, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, Πλουτ. Θησ. 29, Καῖσαρ 44, Ἀππ. Καρχ. 8. 73: μ. γεν. πρὸς ἄμυναν τῶν ἀδικούντων, Ἀλεξ. Ἀφροδ. - «ἄμυνα, ἀμοιβή», Σουΐδ., ὁ δὲ Φρύνιχος λέγει: «ἄμυναν μὴ εἴπῃς, ἀλλ, εἰς ῥῆμα μεταβάλλων, ἀμύνασθαι· πάντα γὰρ τὰ τοῦ ῥήματος εὐδόκιμα...» σ. 23, ἔκδ. Λοβ. οὗ ἴδε καὶ τὴν σημείωσιν.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
action de se défendre.
Étymologie: ἀμύνω.

Spanish (DGE)

(ἄμῡνα) -ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 defensa ἔχειν ἄμυναν Theopomp.Com.98a, τὸ ξίφος ἀμφιβαλοῦ μὴ πρὸς φόνον, ἀλλ' ἐς ἄμυναν Ps.Phoc.32, κέρατα ... φέρεις πρὸς ἄμυναν Aesop.275, cf. Ph.2.31, Onas.6.3, App.Pun.73, BC 2.118, Plu.Thes.30, Ach.Tat.3.20.3, S.E.P.1.68, Philostr.Iun.Im.5, Eudoc.Cypr.2.138
c. gen. subjet. ἡ δὲ τῆς σφενδόνης ἄ. Onas.19.3
c. gen. obj. ἄ. ἐχθρῶν LXX Sap.5.17, Ph.1.322
fig. μία γὰρ ἀντὶ πάντων ἄμυνα γενήσεται πρὸς αὐτοὺς S.E.M.1.98, cf. Ach.Tat.2.29.5.
2 venganza, represalia Δίκῃ δ' ἀπόλειψον ἄμυναν Ps.Phoc.77, cf. Plu.2.817c, Phld.Ir.p.66, Aesop.51.3, 246.2, I.BI 5.404, AI 6.284, 289, Plot.4.4.17, Clem.Al.Strom.5.4.27
c. gen. obj. πρὸς ἄμυναν τῶν ἐπικαλεσαμένων αὐτὸν ἐτράπησαν D.C.Epit.8.6.1.

• Etimología: Cf. ἀμύνω.

Greek Monolingual

η (Α ἄμυνα)
αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση
νεοελλ.
1. προστασία της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου
2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου
3. ικανότητα, δύναμη για άμυνα, αμυντικότητα
4. η αμυντική γραμμή ενός στρατού
5. φρ. «ενεργός άμυνα» — η άμυνα που δεν περιορίζεται στην απόκρουση, αλλά προχωρεί και σε επίθεση (αντίθ. παθητική άμυνα)
αρχ.
αντεκδίκηση, αντίποινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀμύνω (πρβλ. εὐθύνωεὔθυνα, ἐρευνῶ- ἔρευνα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνίας.
ΣΥΝΘ. αρχ. χειμάμυνα «χειμωνιάτικο πανωφόρι»].

Greek Monotonic

ἄμῡνα: Επικ. αόρ. αʹ του ἀμύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἄμῡνα: (ᾰμ) ἡ защита, оборона или отмщение, возмездие Plut.