κόχλιας: Difference between revisions
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kochlias | |Transliteration C=kochlias | ||
|Beta Code=ko/xlias | |Beta Code=ko/xlias | ||
|Definition=ου, ὁ, (κόχλος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[snail with a spiral shell]], <span class="bibl">Batr.165</span>, <span class="bibl">Achae.42</span>, Phily <span class="bibl">Il.21</span>, etc.; <b class="b3">ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν</b>, for they shrink into their shells on the least alarm, <span class="bibl">Anaxil.34</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>523b11</span>, <span class="bibl">527b35</span>; ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς <span class="bibl">Amphis 13.3</span>; <b class="b3">βολβός, κτείς</b> (codd. τις), κοχλίας <span class="bibl">Theoc.14.17</span>; κοχλιῶν ἀγγεῖα <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.553.11</span> (iii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">anything twisted spirally</b>, </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> [[automaton in form of snail]], <span class="bibl">Democh.4</span> J. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[reel]], [[spool]], [[roller]], <span class="bibl">Bito 47.4</span>, <span class="title">Gp.</span>8.29. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[screw]], <span class="bibl">Bito 58.10</span>; esp. for raising water, <b class="b2">screw of Archimedes</b>, Moschioap.<span class="bibl">Ath.5.208f</span>, <span class="bibl">Str.17.1.30</span>,<span class="bibl">52</span>, <span class="bibl">D.S.1.34</span>, <span class="bibl">5.37</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1177.73</span> (ii A. D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> | |Definition=ου, ὁ, (κόχλος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[snail with a spiral shell]], <span class="bibl">Batr.165</span>, <span class="bibl">Achae.42</span>, Phily <span class="bibl">Il.21</span>, etc.; <b class="b3">ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν</b>, for they shrink into their shells on the least alarm, <span class="bibl">Anaxil.34</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>523b11</span>, <span class="bibl">527b35</span>; ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς <span class="bibl">Amphis 13.3</span>; <b class="b3">βολβός, κτείς</b> (codd. τις), κοχλίας <span class="bibl">Theoc.14.17</span>; κοχλιῶν ἀγγεῖα <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.553.11</span> (iii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">anything twisted spirally</b>, </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> [[automaton in form of snail]], <span class="bibl">Democh.4</span> J. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[reel]], [[spool]], [[roller]], <span class="bibl">Bito 47.4</span>, <span class="title">Gp.</span>8.29. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[screw]], <span class="bibl">Bito 58.10</span>; esp. for raising water, <b class="b2">screw of Archimedes</b>, Moschioap.<span class="bibl">Ath.5.208f</span>, <span class="bibl">Str.17.1.30</span>,<span class="bibl">52</span>, <span class="bibl">D.S.1.34</span>, <span class="bibl">5.37</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1177.73</span> (ii A. D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> [[spiral stair]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει <span class="bibl">Str.17.1.10</span>, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.24</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> part of surgical machine, <span class="bibl">Orib.49.20.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κοχλίας]])<br />πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, [[σαλιγκάρι]] («Αἴτνη τρέφει [[κοχλίας]] κεράστας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες [[στέλεχος]] που φέρει [[σπείρωμα]] και [[κεφαλή]], τα οποία του δίνουν τη [[δυνατότητα]] να περιστρέφεται και να διεισδύει [[έτσι]] σε [[εξάρτημα]] με αντίστοιχο θηλυκό [[σπείρωμα]] ή σε συνεκτικό [[μέσο]], και που χρησιμεύει [[είτε]] για [[σύσφιγξη]] ή [[σύζευξη]] [[είτε]] για [[επίτευξη]] κίνησης [[κατά]] ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «[[ακιδωτός]] [[κοχλίας]]» β. «[[κοχλίας]] σύσφιγξης» γ. «[[κοχλίας]] κίνησης»)<br />β) <b>(ειδ.)</b> η [[βίδα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[κάτω]] [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει [[σπείρα]] στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατέρμων]] [[κοχλίας]]» — [[εξάρτημα]] με σπειροειδή [[οδόντωση]], που, σε [[σύζευξη]] με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] κίνησης<br />β) «[[κοχλίας]] του Αρχιμήδη» — [[είδος]] ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης<br />γ) «[[κοχλίας]] του Πασκάλ» — [[καμπύλη]] που ορίζεται ως ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό [[σημείο]] [[προς]] τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελικοειδής]] συμπιεστική [[μηχανή]] («[[ρόδα]] ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]] του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῡ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ [[ὕδωρ]] ἀνάγουσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ελικοειδής]] [[σκάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] βασανιστηρίου οργάνου<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού μηχανήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) «όστρακο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κροταλ</i>-<i>ίας</i>, <i>σπαθ</i>-<i>ίας</i>. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «[[βίδα]]» [[καθώς]] και όλες τις συναφείς. <i>Κοχλίας</i>, [[τέλος]], ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιακός]], [[κοχλιώνω]], [[κοχλιωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοχλιοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλιοκογχύλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιόκρανο]], [[κοχλιοστρόφιο]], <i>κοχλιοσύνθεση</i>, [[κοχλιοτόμος]], [[κοχλιότοπος]], [[κοχλιοτροφείο]], [[κοχλιοτρύπανο]], [[κοχλιουλκός]], [[κοχλιοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γυμνοκοχλίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωματοκοχλίας]]]. | |mltxt=ο (AM [[κοχλίας]])<br />πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, [[σαλιγκάρι]] («Αἴτνη τρέφει [[κοχλίας]] κεράστας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες [[στέλεχος]] που φέρει [[σπείρωμα]] και [[κεφαλή]], τα οποία του δίνουν τη [[δυνατότητα]] να περιστρέφεται και να διεισδύει [[έτσι]] σε [[εξάρτημα]] με αντίστοιχο θηλυκό [[σπείρωμα]] ή σε συνεκτικό [[μέσο]], και που χρησιμεύει [[είτε]] για [[σύσφιγξη]] ή [[σύζευξη]] [[είτε]] για [[επίτευξη]] κίνησης [[κατά]] ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «[[ακιδωτός]] [[κοχλίας]]» β. «[[κοχλίας]] σύσφιγξης» γ. «[[κοχλίας]] κίνησης»)<br />β) <b>(ειδ.)</b> η [[βίδα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[κάτω]] [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει [[σπείρα]] στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατέρμων]] [[κοχλίας]]» — [[εξάρτημα]] με σπειροειδή [[οδόντωση]], που, σε [[σύζευξη]] με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] κίνησης<br />β) «[[κοχλίας]] του Αρχιμήδη» — [[είδος]] ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης<br />γ) «[[κοχλίας]] του Πασκάλ» — [[καμπύλη]] που ορίζεται ως ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό [[σημείο]] [[προς]] τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελικοειδής]] συμπιεστική [[μηχανή]] («[[ρόδα]] ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]] του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῡ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ [[ὕδωρ]] ἀνάγουσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ελικοειδής]] [[σκάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] βασανιστηρίου οργάνου<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού μηχανήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) «όστρακο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κροταλ</i>-<i>ίας</i>, <i>σπαθ</i>-<i>ίας</i>. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «[[βίδα]]» [[καθώς]] και όλες τις συναφείς. <i>Κοχλίας</i>, [[τέλος]], ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιακός]], [[κοχλιώνω]], [[κοχλιωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοχλιοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλιοκογχύλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιόκρανο]], [[κοχλιοστρόφιο]], <i>κοχλιοσύνθεση</i>, [[κοχλιοτόμος]], [[κοχλιότοπος]], [[κοχλιοτροφείο]], [[κοχλιοτρύπανο]], [[κοχλιουλκός]], [[κοχλιοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γυμνοκοχλίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωματοκοχλίας]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 30 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (κόχλος)
A snail with a spiral shell, Batr.165, Achae.42, Phily Il.21, etc.; ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, for they shrink into their shells on the least alarm, Anaxil.34, cf. Arist.HA523b11, 527b35; ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis 13.3; βολβός, κτείς (codd. τις), κοχλίας Theoc.14.17; κοχλιῶν ἀγγεῖα PSI6.553.11 (iii B. C.). II anything twisted spirally, 1 automaton in form of snail, Democh.4 J. 2 reel, spool, roller, Bito 47.4, Gp.8.29. 3 screw, Bito 58.10; esp. for raising water, screw of Archimedes, Moschioap.Ath.5.208f, Str.17.1.30,52, D.S.1.34, 5.37, PLond.3.1177.73 (ii A. D.). 4 spiral stair, διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Str.17.1.10, Procop.Pers.1.24. 5 part of surgical machine, Orib.49.20.6.
Greek Monolingual
ο (AM κοχλίας)
πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, σαλιγκάρι («Αἴτνη τρέφει κοχλίας κεράστας», Αθήν.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες στέλεχος που φέρει σπείρωμα και κεφαλή, τα οποία του δίνουν τη δυνατότητα να περιστρέφεται και να διεισδύει έτσι σε εξάρτημα με αντίστοιχο θηλυκό σπείρωμα ή σε συνεκτικό μέσο, και που χρησιμεύει είτε για σύσφιγξη ή σύζευξη είτε για επίτευξη κίνησης κατά ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «ακιδωτός κοχλίας» β. «κοχλίας σύσφιγξης» γ. «κοχλίας κίνησης»)
β) (ειδ.) η βίδα
2. ανατ. το κάτω πίσω τμήμα του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει σπείρα στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το ακουστικό όργανο
3. φρ. α) «ατέρμων κοχλίας» — εξάρτημα με σπειροειδή οδόντωση, που, σε σύζευξη με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη μετάδοση κίνησης
β) «κοχλίας του Αρχιμήδη» — είδος ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης
γ) «κοχλίας του Πασκάλ» — καμπύλη που ορίζεται ως ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό σημείο προς τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου
μσν.-αρχ.
1. ελικοειδής συμπιεστική μηχανή («ρόδα ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)
2. ο κοχλίας του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῡ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ ὕδωρ ἀνάγουσιν», Στράβ.)
3. ελικοειδής σκάλα
αρχ.
1. είδος βασανιστηρίου οργάνου
2. τμήμα χειρουργικού μηχανήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) «όστρακο» + κατάλ. -ίας, πρβλ. κροταλ-ίας, σπαθ-ίας. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «βίδα» καθώς και όλες τις συναφείς. Κοχλίας, τέλος, ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.
ΠΑΡ. κοχλιώδης
νεοελλ.
κοχλιακός, κοχλιώνω, κοχλιωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοχλιοειδής
αρχ.
κοχλιοκογχύλιον
νεοελλ.
κοχλιόκρανο, κοχλιοστρόφιο, κοχλιοσύνθεση, κοχλιοτόμος, κοχλιότοπος, κοχλιοτροφείο, κοχλιοτρύπανο, κοχλιουλκός, κοχλιοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. γυμνοκοχλίας
νεοελλ.
πωματοκοχλίας].