λειριόεις: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leirioeis | |Transliteration C=leirioeis | ||
|Beta Code=leirio/eis | |Beta Code=leirio/eis | ||
|Definition=εσσα, εν, prop. <span class="sense" | |Definition=εσσα, εν, prop. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[like a lily]], but in Hom. only metaph., <b class="b3">χρόα λειριόεντα</b> [[lily]] skin, <span class="bibl">Il.13.830</span>; of the cicadae, <b class="b3">ὄπα λειριόεσσαν</b> their [[delicate]] voice, <span class="bibl">3.152</span>; of the Muses' voice, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>41</span>; Ἑσπερίδες <span class="bibl">Q.S.2.418</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[of the lily]], κάρη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>406</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 11 December 2020
English (LSJ)
εσσα, εν, prop. A like a lily, but in Hom. only metaph., χρόα λειριόεντα lily skin, Il.13.830; of the cicadae, ὄπα λειριόεσσαν their delicate voice, 3.152; of the Muses' voice, Hes.Th.41; Ἑσπερίδες Q.S.2.418. 2 of the lily, κάρη Nic.Al.406.
German (Pape)
[Seite 26] εσσα, εν, von der Lilie, lilienartig (vgl. auch λειρός), χρὼς λειριόεις, die lilienweiße, zarte Haut, Il. 13, 830; übertr. von der Stimme der Cicaden, ὃψ λειριόεσσα, die zarte, liebliche Stimme, 3, 152, wie von der Stimme der Musen, Hes. Th. 41 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 903; Ἑσπερίδες Qu. Sm. 2, 418.
Greek (Liddell-Scott)
λειριόεις: εσσα, εν, (λείριον)·― ὡς κρίνον, ὅμοιος κρίνῳ, ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., χρὼς λειριόεις, ἐπιδερμὶς ὁμοία πρὸς κρίνον, Ἰλ. Ν. 830· ἐπὶ τῶν τεττίγων, ὄψ λειριόεσσα, ἡ λεπτὴ αὐτῶν φωνή, Γ. 152· καὶ ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 41· Ἑσπερίδες Κόϊντ. Σμ. 2. 418. 2) τοῦ κρίνου, κάρη Νικ. Ἀλ. 406.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
blanc ou beau comme un lis ; qui a la douceur du lis.
Étymologie: λείριον.
English (Autenrieth)
εσσα (λείριον): lily-like, lily-white, Il. 13.830 ; ὄψ, ‘delicate,’ Il. 3.152. (Il.)
Greek Monolingual
λειριόεις, -εσσα, -εν (Α) λείριον
1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο
2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» — τα άνθη του κρίνου, τα κρίνα, Νίκ.)
4. (για τη φωνή του τζιτζικιού) λεπτός, οξύς, διαπεραστικός, μονότονος («οἵ τε καθ' ὕλην δενδρέῳ καθεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῑσι», Ομ. Ιλ.)
5. (για τη φωνή τών Μουσών) γλυκύς, τρυφερός, απαλός.
Greek Monotonic
λειριόεις: -εσσα, -εν, όμοιος με κρίνο· μεταφ., χρὼς λειριόεις, επιδερμίδα όμοια με κρίνο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τζιτζίκια, ὂπα λειριόεσσαν, η λεπτή τους φωνή, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λειριόεις: όεσσα, όεν
1) лилейный, подобный лилии (χρώς Hom.);
2) нежный, как лилия (ὄψ, sc. τεττίγων Hom.).
Middle Liddell
λειριόεις, εσσα, εν
properly, like a lily: metaph., χρὼς λειριόεις lily skin, Il.; of the cicadae, ὂψ λειριόεσσα their delicate voice, Il. [from λείριον