τέλεσμα: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=telesma | |Transliteration C=telesma | ||
|Beta Code=te/lesma | |Beta Code=te/lesma | ||
|Definition=ατος, τό, (τελέω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[money paid]] or | |Definition=ατος, τό, (τελέω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[money paid]] or [[to be paid]], [[payment]], <span class="bibl">D.S.29.19</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>615</span>; τ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά <span class="title">OGI</span>669.47 (Egypt, i A.D.), cf. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1067.14</span> (ii A.D.), <span class="title">Cod.Just.</span>10.16.13.6; [[tax]], <b class="b3">γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τ</b>. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1270.40</span> (ii A.D.); <b class="b3">τελεῖν τὰ εὐσεβῆ τ</b>. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>917.15</span> (iv A.D.), cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1647.45</span> (ii A.D.), etc.; [[outlay]], IG12 (1).1032.29 (Carpathos, ii (?) B.C.), <span class="title">Supp.Epigr.</span>3.674<span class="hiitalic">A</span>16 (Rhodes, ii B.C.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>11</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sat.</span>35</span>; <b class="b3">τελέσμασι τοῖς αὐτῶν</b> [[at]] their own [[expense]], <span class="title">SIG</span>581.55 (Crete, iii/ii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[certified copy]], [[certificate]], Jahresh.7 <span class="title">Beibl.</span>44 (Ephesus, i B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:45, 1 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (τελέω)
A money paid or to be paid, payment, D.S.29.19, Sch.Ar.Ach.615; τ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά OGI669.47 (Egypt, i A.D.), cf. BGU1067.14 (ii A.D.), Cod.Just.10.16.13.6; tax, γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τ. POxy.1270.40 (ii A.D.); τελεῖν τὰ εὐσεβῆ τ. BGU917.15 (iv A.D.), cf. POxy.1647.45 (ii A.D.), etc.; outlay, IG12 (1).1032.29 (Carpathos, ii (?) B.C.), Supp.Epigr.3.674A16 (Rhodes, ii B.C.), Luc.JTr.11, Sat.35; τελέσμασι τοῖς αὐτῶν at their own expense, SIG581.55 (Crete, iii/ii B.C.). II certified copy, certificate, Jahresh.7 Beibl.44 (Ephesus, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1085] (wie τέλος), τό, Zoll, Steuer, Abgabe, Aufwand, Luc. Saturn. 35 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τέλεσμα: τό, (τελέω) χρήματα πληρωθέντα ἢ μέλλοντα νὰ πληρωθῶσι, πληρωμή, Διοδ. Ἐκλογ. 576, 66, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 613· τὰ σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 47· - δαπάνη, ἔξοδον, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11, Κρον. 35. ΙΙ. συμπλήρωσις, Ἰουστινιαν. ΙΙΙ. θρησκευτικὴ τελετὴ, Κλήμ. Ἀλεξ. 18. 2) πρᾶγμα ἀφιερωμένον, ὅπερ οἱ Ἄραβες μετέτρεψαν εἰς telsam (ἀγγλ. talisman) φυλακτήριον, ἴδε Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
imposition, impôt, contribution.
Étymologie: τελέω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα του δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια)
2. στον πληθ. τα τελέσματα
(κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από κάθε κίνδυνο
νεοελλ.-μσν.
(στο Βυζ.) φάντασμα, στοιχειό
μσν.
1. (σχετικά με συμβόλαιο) κατάρτιση, συμπλήρωση («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῡ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)
2. θαυματούργημα, θαύμα («Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῡ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)
3. φυλαχτό
4. φρ. «δαιμόνων τέλεσμα» — διαβολικό έργο
μσν.-αρχ.
χρηματική εισφορά που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)
αρχ.
1. φόρος, δασμός («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)
2. δαπάνη, έξοδα («ἀπὸ τοῡ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῡς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», Λουκιαν.)
3. επικυρωμένο αντίγραφο, πιστοποιητικό
4. θρησκευτική τελετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του αορ. ἐ-τέλεσα του τελῶ + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
τέλεσμα: -ατος, τό (τελέω), χρήματα πληρωμένα ή που πρόκειται να πληρωθούν, πληρωμή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τέλεσμα: ατος τό
1) обложение, подать Diod.;
2) денежная сумма Luc.
Middle Liddell
τέλεσμα, ατος, τό, τελέω
money paid or to be paid, a payment, outlay, Luc.