ἐκκυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekkylindo
|Transliteration C=ekkylindo
|Beta Code=e)kkuli/ndw
|Beta Code=e)kkuli/ndw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[roll out]], ᾤ' ἐκκυλίνδων <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>134</span> : mostly in aor. I, σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι <span class="title">AP</span>7.501 (Pers.), cf. <span class="bibl">582</span> (Jul.); [[overthrow]], <b class="b3">πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε</b> ib.9.131 ; <b class="b3">ἐξεκύλισε βίην</b> ib. 543 (Phil.):—Pass., <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>812</span>: elsewh.aor.1, <b class="b3">ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη</b> he [[rolled headlong from]] the chariot, <span class="bibl">11.6.42</span>,<span class="bibl">23.394</span>, cf. <span class="title">AP</span>11.399 (Apollinar.); but ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ <span class="bibl">Pherecyd.37</span>(a) J.; [[plunge headlong]], <b class="b3">εἰς ἔρωτας</b> love-intrigues, v.l. for [[ἐγκ-]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.22</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.20</span>; γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον <span class="bibl">Max.Tyr.30.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[extricate]], ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>7</span>, cf. <span class="title">AP</span>7.176 (Antiphil.):—Pass., [[to be extricated from]], ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>87</span>; ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>8.8</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span> 27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Pass., [[to be published abroad]], εἰς ἀγοράν Id.2.507e.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[roll out]], ᾤ' ἐκκυλίνδων <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>134</span> : mostly in aor. I, σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι <span class="title">AP</span>7.501 (Pers.), cf. <span class="bibl">582</span> (Jul.); [[overthrow]], <b class="b3">πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε</b> ib.9.131 ; <b class="b3">ἐξεκύλισε βίην</b> ib. 543 (Phil.):—Pass., <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>812</span>: elsewh.aor.1, <b class="b3">ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη</b> he [[rolled headlong from]] the chariot, <span class="bibl">11.6.42</span>,<span class="bibl">23.394</span>, cf. <span class="title">AP</span>11.399 (Apollinar.); but ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ <span class="bibl">Pherecyd.37</span>(a) J.; [[plunge headlong]], <b class="b3">εἰς ἔρωτας</b> love-intrigues, v.l. for [[ἐγκ-]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.22</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.20</span>; γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον <span class="bibl">Max.Tyr.30.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[extricate]], ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>7</span>, cf. <span class="title">AP</span>7.176 (Antiphil.):—Pass., to [[be extricated from]], ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>87</span>; ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>8.8</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span> 27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Pass., to [[be published abroad]], εἰς ἀγοράν Id.2.507e.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:20, 2 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῠλίνδω Medium diacritics: ἐκκυλίνδω Low diacritics: εκκυλίνδω Capitals: ΕΚΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: ekkylíndō Transliteration B: ekkylindō Transliteration C: ekkylindo Beta Code: e)kkuli/ndw

English (LSJ)

   A roll out, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax134 : mostly in aor. I, σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι AP7.501 (Pers.), cf. 582 (Jul.); overthrow, πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε ib.9.131 ; ἐξεκύλισε βίην ib. 543 (Phil.):—Pass., S.OT812: elsewh.aor.1, ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη he rolled headlong from the chariot, 11.6.42,23.394, cf. AP11.399 (Apollinar.); but ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37(a) J.; plunge headlong, εἰς ἔρωτας love-intrigues, v.l. for ἐγκ-, X.Mem.1.2.22, cf. Opp.H.4.20; γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον Max.Tyr.30.3.    2 extricate, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Pi.Fr.7, cf. AP7.176 (Antiphil.):—Pass., to be extricated from, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης A.Pr.87; ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων X.Cyn.8.8, cf. Plu.Galb. 27.    3 Pass., to be published abroad, εἰς ἀγοράν Id.2.507e.

German (Pape)

[Seite 765] = ἐκκυλίω; ἀπήνης ἐκκυλίνδεται Soph. O. R. 812; Ar. Pax 134.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠλίνδω: (ἴδε κυλίνδω) κυλίω πρὸς τὰ ἔξω, ᾠὰ ἐκκυλίνδων Ἀριστοφ. Εἰρ. 134· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α΄ ἐπὶ ἀνέμων, ἐξεκύλισάν σε... γυμνὸν ἐπ’ ἠϊόνι Ἀνθ. Π. 7. 501, πρβλ. 582: - κατακρημνίζω, πίτυν... γαίης ἐξεκύλισε Ἀνθ. Π. 9. 131· ἐξεκύλισε βίην αὐτόθι 543: - Παθ., μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἐκ δίφροιο... ἐξεκυλίσθη, ἐκυλίσθη κατακέφαλα ἐκ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ζ. 42, Ψ. 394, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 812, Ἀνθ. Π. 7. 399. 2) ἐξάγω τινὰ ἔκ τινος περιπλοκῆς, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Πινδ. Ἀποσπ. 2· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 176: - Παθ., ἐξέρχομαι περιπλοκῆς, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ’ ἐκκυλισθήσει τύχης Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων Ξεν. Κυν. 8. 8, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 27· εἰς ἔρωτας, κυλίομαι «μὲ τὰ μοῦτρα» εἰς ἐρωτικὰς περιπλοκάς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 20, Πλούτ. 2. 507Ε.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἐκκυλίω.
Étymologie: ἐκ, κυλίνδω.

English (Slater)

ἐκκυλίνδω
   1 overthrow ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: ἐξεκυλίσθη Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7.

Spanish (DGE)

(ἐκκῠλίνδω) I intr., en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers. caer, salir rodando ἐκ δίφροιο Il.6.42, 23.394, ὕπτιος μέσης ἀπήνης ... ἐκκυλίνδεται sale rodando de espaldas del centro del carro S.OT 812, ὄνῳ ἐποχούμενος ἐξεκυλίσθη AP 11.399 (Apollinar.), τὸν δὲ Γάλβαν ... ἐκκυλισθέντα ... ἔτυπον Plu.Galb.27
c. suj. del vehículo volcar ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37a.
2 ref. a trampas escabullirse, zafarse ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσῃ τέχνης de qué modo te zafarás de este artificio A.Pr.87, ἐὰν δ' ἐκκυλισθῇ ἐκ τῶν δικτύων de una liebre, X.Cyn.8.8.
3 fig. rodar, llegar rodando τι ἀνθρώπων γένος ... μήτ' εἰς κακίαν ἐσχάτην ... ἐκκεκυλισμένον una clase de hombres que tampoco ha rodado hasta la extrema maldad Max.Tyr.24.3, de una noticia εἰς ἀγορὰν τοῦ διηγήματος ἐκκυλισθέντος Plu.2.507d.
II tr., en v. act. hacer caer rodando, echar a rodar c. compl. de pers. o cosa ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν sea cual fuere el giro que le hizo caer rodando Pi.Fr.7, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax 134, σε καταιγίδες ἐξεκύλισαν AP 7.501 (Pers.), ἁλὸς δέ σε ... ὕδωρ ἐς χθόνα ... ἐξεκύλισε AP 7.582 (Iul.Aegypt.), σιδηρείη μ' ἐξεκύλισεν ὕνις de un cadáver desenterrado AP 7.176 (Antiphil.), cf. 9.131, ἐγκέφαλον ... ἐξεκύλισε λίθῳ hizo saltar los sesos (a una liebre) de una pedrada, AP 6.72 (Agath.), θηρὸς τὴν τόσσην ἐξεκύλισε βίην AP 9.543.

Greek Monolingual

ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, -έω)
Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω
II. (-ομαι)
1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω
2. παρασύρομαι από πάθη
μσν.
παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση
2. κοινολογώ, διαδίδω.

Greek Monotonic

ἐκκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ ἐξεκυλίσθην·
1. κυλώ προς τα έξω, σε Αριστοφ.· ανατρέπω, συντρίβω, σε Ανθ. — Παθ., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη, κύλισε κατακέφαλα από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εξάγω, απελευθερώνω, ξεμπλέκω — Παθ., απελευθερώνομαι, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης, σε Αισχύλ.· ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας, «βουτώ», «πέφτω» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκῠλίνδω: Soph., Arph. = ἐκκυλίω.

Middle Liddell

fut. -κυλίσω aor1 pass. ἐξεκυλίσθην
1. to roll out, Ar.:— to overthrow, Anth.:—Pass., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη rolled headlong from the chariot, Il.
2. to extricate:—Pass. to be extricated from, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης Aesch.; ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας to plunge headlong into intrigues, Xen.