λουτρόν: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loutron | |Transliteration C=loutron | ||
|Beta Code=loutro/n | |Beta Code=loutro/n | ||
|Definition=τό, in Hom. always [[λοετρόν]], but contr. form in <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>50</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>753</span>; Dor. [[λωτρόν]], Hsch.: ([[λούω]]):—<span class="sense" | |Definition=τό, in Hom. always [[λοετρόν]], but contr. form in <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>50</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>753</span>; Dor. [[λωτρόν]], Hsch.: ([[λούω]]):—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[bath]], [[bathing-place]], Hom., always in pl., [[θερμὰ λοετρά]] = [[hot baths]], <span class="bibl">Il.22.444</span>, al.; later [[θερμὰ λουτρά]] <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>670</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>634</span> (lyr.), CratesCom.<span class="bibl">15</span>, etc.; θερμὰ Νυμφᾶν λουτρά <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>12.19</span>; also called Ἡράκλεια λουτρά <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1051</span>; λοετρὰ Ὠκεανοῖο <span class="bibl">Il.18.489</span>, <span class="bibl">Od.5.275</span>; [[σίτοισι καὶ λουτροῖσι]] = [[in matters of eating and washing]], <span class="bibl">Hdt.6.52</span>; λουτρῷ χρωμένους Plu.2.1109b: sg. first in Hes. l.c.; τραπέσθαι πρὸς τὸ λ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>115a</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>9.7</span>: in pl., [[bathing establishment]], τὰ [[δημόσια λουτρά]] <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1252</span> <span class="title">B</span>22 (iii A. D.), etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[water for bathing]] or [[water for washing]], ὑδάτων ἐνεγκεῖν λουτρά <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1599</span>; [[ἐν λουτροῖς]] = [[while bathing]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.59</span>; [[λοῦσαί τινα λουτρόν]] = [[give one a bath]], [[wash one with water]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1201</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span> 469</span>; [[λουτρὸν παρέχειν]] ib.<span class="bibl">377</span>; [[λοῦσθαι λουτρόν]] = [[bathe]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>366</span> (note); λουτρόν ἐστιν, οὐ πότος <span class="bibl">Alex.9</span>; [[νυμφικὰ λουτρά]] = the [[conveying of water to the bride]] (cf. [[λουτροφόρος]]), <span class="bibl">Poll.3.43</span>; in <span class="title">NT</span>, of [[baptism]], <span class="bibl"><span class="title">Ep.Eph.</span> 5.26</span>; λ. παλιγγενεσίας <span class="bibl"><span class="title">Ep.Tit.</span>3.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in Poets, = [[σπονδαί]], [[libations to the dead]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>84</span>,<span class="bibl">434</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1667</span>, cf. Hsch. s.v. [[χθόνια λουτρά]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:10, 11 December 2020
English (LSJ)
τό, in Hom. always λοετρόν, but contr. form in h.Cer.50, Hes.Op.753; Dor. λωτρόν, Hsch.: (λούω):— A bath, bathing-place, Hom., always in pl., θερμὰ λοετρά = hot baths, Il.22.444, al.; later θερμὰ λουτρά A.Ch.670, S.Tr.634 (lyr.), CratesCom.15, etc.; θερμὰ Νυμφᾶν λουτρά Pi.O.12.19; also called Ἡράκλεια λουτρά Ar.Nu.1051; λοετρὰ Ὠκεανοῖο Il.18.489, Od.5.275; σίτοισι καὶ λουτροῖσι = in matters of eating and washing, Hdt.6.52; λουτρῷ χρωμένους Plu.2.1109b: sg. first in Hes. l.c.; τραπέσθαι πρὸς τὸ λ. Pl.Phd.115a, cf. X.Oec.9.7: in pl., bathing establishment, τὰ δημόσια λουτρά POxy.1252 B22 (iii A. D.), etc. 2 water for bathing or water for washing, ὑδάτων ἐνεγκεῖν λουτρά S.OC1599; ἐν λουτροῖς = while bathing, X.Cyr.7.5.59; λοῦσαί τινα λουτρόν = give one a bath, wash one with water, S.Ant.1201, Ar.Lys. 469; λουτρὸν παρέχειν ib.377; λοῦσθαι λουτρόν = bathe, A.Fr.366 (note); λουτρόν ἐστιν, οὐ πότος Alex.9; νυμφικὰ λουτρά = the conveying of water to the bride (cf. λουτροφόρος), Poll.3.43; in NT, of baptism, Ep.Eph. 5.26; λ. παλιγγενεσίας Ep.Tit.3.5. II in Poets, = σπονδαί, libations to the dead, S.El.84,434, E.Ph.1667, cf. Hsch. s.v. χθόνια λουτρά.
Greek (Liddell-Scott)
λουτρόν: τό, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε λοετρόν, ἀλλὰ συνῃρ. τύπος ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 50, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· Δωρ. λωτρὸν Ἡσύχ.· (λούω)· - λουτρὸν ὡς καὶ νῦν, καὶ τὸ μέρος ἔνθα λούεταί τις, Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., θερμὰ λοετρὰ Ἰλ. Ξ. 6, κ. ἀλλ.· Ἀττ. θερμὰ λουτρὰ Αἰσχύλ. Χο. 670, Σοφ. Τρ. 634, Κράτης ἐν «Θηρίοις» 2, κτλ. θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ Πινδ. Π. 12. 27· καλούμενα καὶ λουτρὰ Ἡράκλεια Ἀριστοφ. Νεφ. 1051 ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ ψυχρῶν λουτρῶν, λοετρὰ Ὠκεανοῖο Ἰλ. Σ. 489, Ὀδ. Ε 275· σίτοισι καὶ λουτροῖσι Ἡρόδ. 6. 52· λουτροῖς χρῆσθαι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 20, κτλ.· -τὸ ἑνικ. πρῶτον παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· τραπέσθαι πρὸς τὸ λ. Πλάτ. Φαίδων 115Α· ἀλλ’ ἀείποτε σπάν., ἴδε κατωτ. 2) ὕδωρ πρὸς λοῦσιν, ὑδάτων ἐνεγκεῖν λουτρὰ Σοφ. Ο. Κ. 1599 ἐν λουτρῷ, ἐνῷ λούεταί τις, Ξεν. Οἰκ. 5, 9· λοῦσαί τινα λουτρὸν Σοφ. Ἀντ. 1201, Ἀριστοφ. Λυσ. 469· λουτρὸν παρέχειν αὐτόθι 378· λοῦσθαι λουτρὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 332· λουτρὸν ἐστίν, οὐ ποτὸν Ἄλεξ. ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 11. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, σπονδαὶ ἢ χοαί, προσφερόμεναι εἰς τοὺς νεκρούς, Σοφ. Ἠλ. 84, 434, Εὐρ. Φοίν. 1667, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. χθόνια λ. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ., βάπτισμα, Ἰουστίνου Ἀπολ. 1, 61, 62, 66, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 208C, κλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
1 bain, endroit où l’on se baigne, salle de bain;
2 bain, eau pour se baigner;
3 action de se baigner : λουτροῖς χρῆσθαι XÉN prendre des bains;
4 p. ext. eau lustrale pour les purifications ; purification.
Étymologie: λούω.
English (Slater)
λουτρόν
1 bath Ἐργότελες, θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις the hot springs of Himera (O. 12.19)
English (Strong)
from λούω; a bath, i.e. (figuratively), baptism: washing.
English (Thayer)
λουτροῦ, τό (λούω), from Homer down (who uses λοετρόν, from the uncontracted form λοέω), a bathing, bath, i. e. as well the act of bathing (a sense disputed by some (cf. Ellicott on baptism (for examples see Sophocles' Lexicon, under the word): with τοῦ ὕδατος added, τῆς παλιγγενεσίας, Titus 3:5.
Greek Monotonic
λουτρόν: τό, Επικ. λοετρόν (λούω)·
I. λουτρό, το μέρος όπου κάνει κάποιος το μπάνιο του, σε Όμηρ.· κυρίως στον πληθ., θερμὰ λοετρά, ζεστά λουτρά, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ., θερμὰ λουτρά, σε Αισχύλ., κ.λπ.· επίσης καλούνταν, λουτρὰ Ἡράκλεια, σε Αριστοφ.· ὑδάτων λοῦτρα, νερό για λούσιμο, σε Σοφ.· λοῦσαί τινα λουτρόν, κάνω κάποιον μπάνιο, στον ίδ.
II. στους Ποιητές, σπονδαί ή χοαί, προσφερόμενες στους νεκρούς, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λουτρόν: эп. λοετρόν τό (преимущ. pl.)
1) купальня, баня (γυμνάσια καὶ λουτρά Xen.);
2) купание (λοετρὰ Ὠκεανοῖο Hom.; λουτροῖς χρῆσθαι Xen.);
3) вода для купания (θερμὰ λοετρὰ θερμαίνειν Hom.);
4) культ. омовение (τὸ σῶμα Πολυνείκους λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν Soph.);
5) культ. заупокойное возлияние: πατρὸς χέοντες λουτρά Soph. совершая возлияния в память отца;
6) культ. купель (παλιγγενεσίας NT).
Middle Liddell
λουτρόν, οῦ, λούω
I. a bath, bathing place, Hom.; mostly in pl., θερμὰ λοετρά hot baths, Il.; attic θερμὰ λουτρά Aesch., etc.; also called λουτρὰ Ἡράκλεια Ar.; ὑδάτων λουτρά water for bathing or washing, Soph.; λοῦσαι τινα λουτρόν to give one a bath, Soph.
II. in Poets, = σπονδαί or χοαί libations to the dead, Soph., Eur.
Chinese
原文音譯:loutrÒn 魯特朗
詞類次數:名詞(2)
原文字根:洗滌 相當於: (רַחְצָה)
字義溯源:洗滌,洗澡,洗淨,洗;源自(λούω)*=洗)比較: (βαπτισμός)=沐浴
出現次數:總共(2);弗(1);多(1)
譯字彙編:
1) 洗滌(1) 多3:5;
2) 洗(1) 弗5:26