καταπυκνόω: Difference between revisions
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
m (Text replacement - "…</b>" to "</b>…") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapyknoo | |Transliteration C=katapyknoo | ||
|Beta Code=katapukno/w | |Beta Code=katapukno/w | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[stud thickly]], τρήμασι τὸ τεῖχος <span class="bibl">Plb.8.5.6</span>; θύρας ἥλοις <span class="bibl">D.S.18.71</span>; τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβάς <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>16</span>; παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>27</span>; τοῖς ὑπερβατοῖς Phld.<span class="title">Rh.</span>1.160 S.:—Pass., of the sky, καταπεπυκνῶσθαι… πλήθει ἀστέρων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>346a29</span>; of a country, <b class="b3">ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι</b> <b class="b2">to be thickly planted with</b>… (v.l. for [[-πεφυτεῦσθαι]]), <span class="bibl">D.S. 3.44</span>: metaph., βίος ἐν θαλίαις -πεπυκνωμένος <span class="bibl">Porph.<span class="title">Plot.</span>23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">force into a small compass, compress, condense</b>, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονήν <span class="bibl">Damox.2.62</span>; <b class="b3">τάλαντ' ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα</b> [[spent]] four talents [[in a lump]], ib.<span class="bibl">4</span>; to illustrate this is cited the dogma of <span class="bibl">Epicur., <span class="title">Sent.</span>9</span>, <b class="b3">εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ</b>., cf. καταπύκνωσις; ὁ Λυκοῦργος τοὺς πολίτας τῇ σιωπῇ πιέζων συνῆγε καὶ κατεπύκνου Plu.2.510f:—Pass., -πεπύκνωται ἡ πραγματεία <span class="bibl">Porph. <span class="title">Plot.</span>14</span>; also <b class="b3">εἰ μὴ -πυκνοῦταί σοι τὸ ἀπὸ δογμάτων ὀρθῶν ἕκαστα πράσσειν</b> that your [[habit]] of acting… [[is]] not [[consolidated]], <span class="bibl">M.Ant.5.9</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> in Music, <b class="b3">κ. τὸ διάγραμμα</b> [[fill up]] the intervals in a scale (with smaller intervals), <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.7</span> M.:—Pass., Theo Sm.<span class="bibl">p.91</span> H., <span class="bibl">Nicom. <span class="title">Exc.</span>7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Pass., to [[be condensed]], of complex forms of inference (cf. [[πυκνόω]] v), <span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span>79a30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:10, 10 December 2020
English (LSJ)
A stud thickly, τρήμασι τὸ τεῖχος Plb.8.5.6; θύρας ἥλοις D.S.18.71; τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβάς D.H.Comp.16; παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plu.Lyc.27; τοῖς ὑπερβατοῖς Phld.Rh.1.160 S.:—Pass., of the sky, καταπεπυκνῶσθαι… πλήθει ἀστέρων Arist.Mete.346a29; of a country, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι to be thickly planted with… (v.l. for -πεφυτεῦσθαι), D.S. 3.44: metaph., βίος ἐν θαλίαις -πεπυκνωμένος Porph.Plot.23. II force into a small compass, compress, condense, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονήν Damox.2.62; τάλαντ' ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα spent four talents in a lump, ib.4; to illustrate this is cited the dogma of Epicur., Sent.9, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ., cf. καταπύκνωσις; ὁ Λυκοῦργος τοὺς πολίτας τῇ σιωπῇ πιέζων συνῆγε καὶ κατεπύκνου Plu.2.510f:—Pass., -πεπύκνωται ἡ πραγματεία Porph. Plot.14; also εἰ μὴ -πυκνοῦταί σοι τὸ ἀπὸ δογμάτων ὀρθῶν ἕκαστα πράσσειν that your habit of acting… is not consolidated, M.Ant.5.9. 2 in Music, κ. τὸ διάγραμμα fill up the intervals in a scale (with smaller intervals), Aristox.Harm.p.7 M.:—Pass., Theo Sm.p.91 H., Nicom. Exc.7. III Pass., to be condensed, of complex forms of inference (cf. πυκνόω v), Arist.APo.79a30.
German (Pape)
[Seite 1373] ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ τεῖχος, viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142.
Greek (Liddell-Scott)
καταπυκνόω: γεμίζω πυκνὰ μέ τι πρᾶγμα, τρήμασι τὸ τεῖχος Πολύβ. 8. 7, 6· θύρας ἥλοις Διόδ. 17. 71· τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβὰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν, μὲ ἀφθονίαν παραδειγμάτων, Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ τοῦ στερεώματος καταπεπυνκῶσθαι… πλήθει ἀστέρων Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 18· ἐπὶ χώρας, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι, εἶμαι πυκνῶς πεφυτευμένος με…, Διόδ. 3. 44· μεταφ., σταθμοὶ ἐγείροντο καὶ ἐπαύλεις καὶ τῇ πάλαι ῥᾳστώνῃ καταπυκνοῦται Θεμίστ. 16. 112. ΙΙ. ἀναγκάζω εἰς μικρὰν περιοχήν, συμπιέζω, συμπυκνῶ, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονὴν Δάμοξ. ἐν «Συντρόφ.» 1. 62· καὶ ὡσαύτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν Ἐπίκουρον, τάλαντ’ ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα, ἐδαπάνησα τέσσαρα τάλαντα διὰ μιᾶς ἢ ἐπεσώρευσα, αὐτόθι 4· ὡς παράδειγμα τῆς τοιαύτης χρήσεως ἀναφέρεται τοῦ Ἐπικούρου ἐν Διογ. Λ. 10. 142, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ. (ἀλλὰ τὸ λοιπὸν τῆς προτάσεως φάινεται ἐφθαρμένον)· πρβλ. καταπύκνωσις· καταπεπυκνωμένη ἡδονή, ἡ τελεία, ἡ ἀπόλυτος· καταπεπύκνωται ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους πραγματεία, πυκνή, συχνὴ ἡ χρῆσις αὐτῆς γέγονεν, Πορφυρ. β. Πλάτ. 14. 23, 136. ΙΙΙ. Παθ., συμπυκνοῦμαι, ἐπί τινων εἰδῶν συλλογισμοῦ (πρβλ. πυκνόω V), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 14, 2· ἀλλά, εἰ μὴ καταπυκνοῦταί τι, ἂν δὲν εἶνε πάντοτε εὔκολον, ἐφαρμόσιμον, Μ. Ἀντων. 5. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. rendre très dense :
1 condenser fortement ; Pass. être couvert de;
2 épaissir, consolider;
II. rendre fréquent ; Pass.
1 être d’un emploi fréquent;
2 être travaillé fréquemment ; être réduit, aminci par un travail fréquent.
Étymologie: κατάπυκνος.
Greek Monotonic
καταπυκνόω: μέλ. -ώσω, γεμίζω κάτι ασφυκτικά, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πυκνόω volproppen:; κατεπύκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν hij vulde de stad met een massa voorbeelden Plut. Lyc. 27.5; verdikken, dichter maken:; ταῖς ἐννοίαις καὶ τοῖς ὀνόμασιν καταπυκνῶν τὸν λόγον door de gedachten en de woorden diepgang gevend aan zijn betoog Luc. 58.14; samenpersen:. κ. τὸν ἀέρα de lucht samenpersen Plut. Aem. 14.7.
Russian (Dvoretsky)
καταπυκνόω: густо усаживать (θύρας ἥλοις Diod.): κ. τρήμασι τεῖχος Polyb. продырявить стену во многих местах; ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι Diod. быть сплошь покрытым масличными деревьями; κατεπύκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. (Ликург) наполнил город множеством (назидательных) образцов; (ὁ κύκλος), ἐν ᾧ μᾶλλον φαίνεται καταπεπυκνῶσθαι καὶ μεγέθει καὶ πλήθει ἀστέρων Arst. (небесный) круг, в котором кажется сосредоточенным наибольшее количество наибольших звезд.
Middle Liddell
[from κατάπυκνος fut. ώσω
to stud thickly with a thing, Plut.