σηκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sikazo
|Transliteration C=sikazo
|Beta Code=shka/zw
|Beta Code=shka/zw
|Definition=(σηκός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[shut up in a pen]], <b class="b3">καί νύ κε σήκασθεν</b> (for [[ἐσηκάσθησαν]]) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες <span class="bibl">Il.8.131</span>; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span> 3.2.4</span>; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>268</span>.</span>
|Definition=(σηκός) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[shut up in a pen]], <b class="b3">καί νύ κε σήκασθεν</b> (for [[ἐσηκάσθησαν]]) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες <span class="bibl">Il.8.131</span>; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span> 3.2.4</span>; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>268</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:01, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκάζω Medium diacritics: σηκάζω Low diacritics: σηκάζω Capitals: ΣΗΚΑΖΩ
Transliteration A: sēkázō Transliteration B: sēkazō Transliteration C: sikazo Beta Code: shka/zw

English (LSJ)

(σηκός)    A shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.

German (Pape)

[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.

Greek (Liddell-Scott)

σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.

English (Autenrieth)

(σηκός), pass. aor. 3 pl. σήκασθεν: pen up, Il. 8.131†.

Greek Monolingual

Α σηκός
(επικ. τ.)
1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνωὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.)
2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», Ορφ.).

Greek Monotonic

σηκάζω: μέλ. -σω (σηκός), εγκλείω σε περιφραγμένο χώρο, σε μαντρί, μαντρώνω — Παθ., σήκασθεν (αντί ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, εγκλωβίστηκαν στο Ίλιον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).

Russian (Dvoretsky)

σηκάζω: σηκός досл. загонять в стойло, перен. запирать (ὥσπερ ἐν αὐλίῳ Xen.); σήκασθεν (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον Hom. (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе.

Middle Liddell

σηκάζω, fut. -σω σηκός
to shut up in a pen: Pass., σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον were cooped up in Ilium, Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen.