συκοφαντία: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykofantia | |Transliteration C=sykofantia | ||
|Beta Code=sukofanti/a | |Beta Code=sukofanti/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[vexatious]] or | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[vexatious]] or [[dishonest prosecution]], [[chicane]], [[barratry]], [[blackmail]], <span class="bibl">Lys.4.14</span>, <span class="bibl">28.6</span> (pl.), <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.12</span>, <span class="bibl">D.18.249</span>, Charondas ap.<span class="bibl">D.S.12.12</span>; <b class="b3">σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν</b> employ [[chicane]] in the case, <span class="bibl">D.19.98</span>; <b class="b3">τοῖς οἰκείοις σ. δέδωκεν</b> has given them an [[opportunity for chicane]], <span class="bibl">Id.23.67</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 472.33</span> (ii A.D.); contrasted with [[φήμη]], <span class="bibl">Aeschin.2.145</span>; [γραφὴ] συκοφαντίας <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>59.3</span>; συκοφαντίας αὐτοῦ κατέγνωτε <span class="bibl">Lys.13.65</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[oppression]], σ. πένητος <span class="bibl">LXX <span class="title">Ec.</span>5.7</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ps.</span>118(119).134</span>; [[extortion]], PTeb.43.36 (ii B.C.); <b class="b3">τὸ τακτὸν εἰς τὸ πρόστιμον</b> <b class="b3">τῆς σ</b>. <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>6.6</span> (iii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[quibble]], [[sophism]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1402a15</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">EE</span>1221b7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 8 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A vexatious or dishonest prosecution, chicane, barratry, blackmail, Lys.4.14, 28.6 (pl.), X.HG2.3.12, D.18.249, Charondas ap.D.S.12.12; σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν employ chicane in the case, D.19.98; τοῖς οἰκείοις σ. δέδωκεν has given them an opportunity for chicane, Id.23.67, cf. POxy. 472.33 (ii A.D.); contrasted with φήμη, Aeschin.2.145; [γραφὴ] συκοφαντίας Arist.Ath.59.3; συκοφαντίας αὐτοῦ κατέγνωτε Lys.13.65. 2 oppression, σ. πένητος LXX Ec.5.7, cf. Ps.118(119).134; extortion, PTeb.43.36 (ii B.C.); τὸ τακτὸν εἰς τὸ πρόστιμον τῆς σ. PFlor.6.6 (iii A.D.). II quibble, sophism, Arist.Rh. 1402a15, cf. EE1221b7.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, das Wesen oder Betragen eines Sykophanten, die falsche Anklage, Verleumdung; Ar. Equ. 435 συκοφαντίας πνεῖν (s. aber das Folgde); Xen. Hell. 2, 3, 13; συκοφαντίαν δέδωκε, Dem. 23, 67, Gelegenheit zu falschen Beschuldigungen; συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν, 19, 98.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφαντία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ψευδὴς κατηγορία, διαβολή, Λυσί. 102. 5., 180. 2, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 12, Δημ., κλπ.· σ. τινὶ διδόναι, παρέχειν ἀφορμὴν εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 642. 11· συκοφαντίας γραφὴ Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 87. 3 (ἔκδ. Blass). II. λογικὴ ἀπάτη, σόφισμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 10, πρβλ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 11· σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν, διαστρέφειν τὰ πράγματα. Δημ. 372. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 métier de sycophante, délation, calomnie;
2 fraude, sophisme.
Étymologie: συκοφάντης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συκοφάντης
η ενέργεια του συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή
μσν.
παρερμηνεία
αρχ.
1. λογική απάτη, σόφισμα
2. καταπίεση
3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» — δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.)
β) «συκοφαντίαν τινί προσάγω» — χρησιμοποιώ ψευδείς αποδείξεις ή ισχυρισμούς σε μια υπόθεση (Δημοσθ.).
Greek Monotonic
σῡκοφαντία: ἡ,
I. ψευδής κατηγορία, διαβολή, δυσφήμηση, καταλαλιά, σε Ξεν. κ.λπ.
II. σόφισμα, σοφιστεία, στρεψοδικία, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συκοφαντία -ας, ἡ [συκοφάντης] het leven van valse aanklachten, het sycofant zijn. valse aanklacht, laster:; συκοφαντίας αὐτοῦ κατέγνωτε u heeft hem veroordeeld wegens laster Lys. 13.65; overdr. bedrieglijke redenering, sofisme.
Russian (Dvoretsky)
σῡκοφαντία: ἡ
1) действия сикофанта, донос Lys., Xen.;
2) повод для доноса (συκοφαντίαν διδόναι τινί Dem.);
3) извращение, искажение: τὸ συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν Dem. извращение фактов;
4) мошенничество Arst.