νεώ: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> νεῶ, -άω (Α)<br /> <b>1.</b> [[καλλιεργώ]] αγροτική [[έκταση]] για πρώτη [[φορά]] ή [[μετά]] από κάποιο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αγρός]] έμεινε [[ακαλλιέργητος]] προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα [[σπορά]] («ἡ δὲ [[κατεργασία]] ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)<br /> <b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. του παθ. ενεστ.) <i>νεωμένη</i> (ενν. <i>γῆ</i>)<br /> ο [[αγρός]] που αφέθηκε [[ακαλλιέργητος]] προσωρινά και [[τώρα]] καλλιεργείται.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>νειος</i> «[[αγρός]] που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική [[αλληλεπίδραση]] και η [[σύγχυση]] των δύο οικογενειών].<br /> <b>(II)</b><br /> νεῶ, -όω (Α) [[νέος]]<br /> <b>1.</b> [[ανανεώνω]], [[ανακαινίζω]], [[αλλάζω]] («τάφους <i>ἐ</i>νεώσατο», <b>επιγρ.</b>)<br /> <b>2.</b> ([[αντί]] του <i>νεῶ</i>, -<i>άω</i> [Ι])<br /> [[οργώνω]], [[καλλιεργώ]] («νεώσατε ἑαυτοῑς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).
|mltxt=<b>(I)</b><br /> νεῶ, -άω (Α)<br /> <b>1.</b> [[καλλιεργώ]] αγροτική [[έκταση]] για πρώτη [[φορά]] ή [[μετά]] από κάποιο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αγρός]] έμεινε [[ακαλλιέργητος]] προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα [[σπορά]] («ἡ δὲ [[κατεργασία]] ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)<br /> <b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. του παθ. ενεστ.) <i>νεωμένη</i> (ενν. <i>γῆ</i>)<br /> ο [[αγρός]] που αφέθηκε [[ακαλλιέργητος]] προσωρινά και [[τώρα]] καλλιεργείται.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>νειος</i> «[[αγρός]] που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική [[αλληλεπίδραση]] και η [[σύγχυση]] των δύο οικογενειών].<br /> <b>(II)</b><br /> νεῶ, -όω (Α) [[νέος]]<br /> <b>1.</b> [[ανανεώνω]], [[ανακαινίζω]], [[αλλάζω]] («τάφους <i>ἐ</i>νεώσατο», <b>επιγρ.</b>)<br /> <b>2.</b> ([[αντί]] του <i>νεῶ</i>, -<i>άω</i> [Ι])<br /> [[οργώνω]], [[καλλιεργώ]] («νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώ Medium diacritics: νεώ Low diacritics: νεώ Capitals: ΝΕΩ
Transliteration A: neṓ Transliteration B: neō Transliteration C: neo Beta Code: new/

English (LSJ)

Att. gen. and later acc. of νεώς (ναός).

Greek (Liddell-Scott)

νεώ: Ἀττ. αἰτ. τοῦ νεὼς (ναός).

French (Bailly abrégé)

gén. sg. de νεώς¹;
duel de νεώς¹.

Greek Monolingual

(I)
νεῶ, -άω (Α)
1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)
2. (το θηλ. της μτχ. του παθ. ενεστ.) νεωμένη (ενν. γῆ)
ο αγρός που αφέθηκε ακαλλιέργητος προσωρινά και τώρα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος ή < νειος «αγρός που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική αλληλεπίδραση και η σύγχυση των δύο οικογενειών].
(II)
νεῶ, -όω (Α) νέος
1. ανανεώνω, ανακαινίζω, αλλάζω («τάφους νεώσατο», επιγρ.)
2. (αντί του νεῶ, -άω [Ι])
οργώνω, καλλιεργώ («νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).

Greek Monotonic

νεώ: (ναός), Αττ. αιτ. του νεώς, ναός, ιερό· νεῷ, δοτ.

Russian (Dvoretsky)

νεώ: gen. к νεώς I.