ἀέκων: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aekon | |Transliteration C=aekon | ||
|Beta Code=a)e/kwn | |Beta Code=a)e/kwn | ||
|Definition=Ep.and Ion.; Att. and Trag. contr. ἄκων [ᾱ], ουσα, ον (uncontr. form also in <span class="title">IG</span>1.61 (law of Draco), <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>39</span> (anap.), sts. found in codd. of Hdt., as <span class="bibl">4.120</span>,<span class="bibl">164</span>):—<span class="sense" | |Definition=Ep.and Ion.; Att. and Trag. contr. ἄκων [ᾱ], ουσα, ον (uncontr. form also in <span class="title">IG</span>1.61 (law of Draco), <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>39</span> (anap.), sts. found in codd. of Hdt., as <span class="bibl">4.120</span>,<span class="bibl">164</span>):—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[involuntary]], [[constrained]], of persons, ἀέκοντος ἐμεῖο <span class="bibl">Il.1.310</span>; ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ <span class="bibl">4.43</span>; πόλλ' ἀέκων <span class="bibl">11.557</span>; opp. [[βουλόμενος]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>11</span>; <b class="b3">τὼ δ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην</b> (v.l. [[ἄκοντε]]) <span class="bibl">Il.5.366</span>, <span class="bibl">Od.3.484</span>; κάρτα ἀ. <span class="bibl">Hdt.9.111</span>; [[ἀέκουσι]] (v.l. [[ἀεκούσια]]) δάκρυα παραρρεῖ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.19</span>: contr. first in <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>413</span>; <b class="b3">ἄκοντος Διός</b> [[invito Jove]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>771</span>; repeated, <b class="b3">ἄκοντά σ' ἄκων προσπασσαλεύσω</b> ib.<span class="bibl">19</span>, cf. <span class="bibl">671</span>; ἄ. ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>929</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span>276</span>; μηδένα τῶνδ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε <span class="bibl">Thgn.467</span>. Adv. [[ἀκόντως]] [[unwillingly]], ὁμολογεῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>333b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Hp.Mi.</span>374d</span>; οὐκ ἀ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.8.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Poet., like [[ἀκούσιος]], of acts or their consequences, [[involuntary]], κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄ. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span> 1230</span>; ἔργων ἀ. <span class="bibl">Id.<span class="title">OC</span>240</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">977</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 12 December 2020
English (LSJ)
Ep.and Ion.; Att. and Trag. contr. ἄκων [ᾱ], ουσα, ον (uncontr. form also in IG1.61 (law of Draco), A.Supp.39 (anap.), sts. found in codd. of Hdt., as 4.120,164):— A involuntary, constrained, of persons, ἀέκοντος ἐμεῖο Il.1.310; ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ 4.43; πόλλ' ἀέκων 11.557; opp. βουλόμενος, Hp.VC11; τὼ δ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην (v.l. ἄκοντε) Il.5.366, Od.3.484; κάρτα ἀ. Hdt.9.111; ἀέκουσι (v.l. ἀεκούσια) δάκρυα παραρρεῖ Hp.Epid.1.19: contr. first in h.Cer.413; ἄκοντος Διός invito Jove, A.Pr.771; repeated, ἄκοντά σ' ἄκων προσπασσαλεύσω ib.19, cf. 671; ἄ. ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους S.Fr.929, cf. Ant.276; μηδένα τῶνδ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Thgn.467. Adv. ἀκόντως unwillingly, ὁμολογεῖν Pl.Prt.333b, cf. Hp.Mi.374d; οὐκ ἀ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν X.HG4.8.5. II Poet., like ἀκούσιος, of acts or their consequences, involuntary, κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄ. S.OT 1230; ἔργων ἀ. Id.OC240 (lyr.), cf. 977.
German (Pape)
[Seite 41] poet. u. ion. für das att. ἄκων, πόλλ' ἀέκων Il. 11, 557; ἀέκοντος ἐμεῖο, wider meinen Willen, 1, 301; Pind. ἀέκονθ' έκών Ol. 11, 30, οὐκ ἀέκων N. 4, 21; auch Aesch. Suppl. 39; Ap. Rh. u. a. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέκων: Ἀττ. συνῃρ. ἄκων, [ᾱ], ουσα, ον· ἀλλ’ ὁ ἀσυναίρ. τύπος εἶναι ἐν χρήσει ἐν ἀναπαιστικοῖς μέτρ. παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκ. 40. (ἑκών, ἴδ. ἐν λ. ἕκηλος)· ὁ παρὰ τὴν θέλησίν του ποιῶν τι, ἠναγκασμένος, βεβιασμένος, ἐπὶ προσ.: ἀέκοντος ἐμεῖο, Ἰλ. Α. 310· ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, Δ. 43. ἐπιτεταμένον: πόλλ’ ἀέκων (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Λ. 557: ― ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον μόνον ἐν τῇ φράσει: τὼ δ’ οὐκ ἄκοντε πετέσθην (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἐπιτρέπει καὶ ἀέκοντε) Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Γ. 484· ἄλλως πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. εἰς Ὅμ. Δήμ. 413. Ἡρόδ. 2, 131, καὶ ἀλλ.· ― ἀκολούθως εἶναι κοινὸν παρ’ ἅπασι τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι· (πρβλ. ἀεκούσιος), ἄκοντος Διός, invito Jove, Αἰσχύλ. Πρ. 771· συχνάκις ἐπαναλαμβάνεται: ἄκοντά σ’ ἄκων προσπασσαλεύσω, αὐτόθι 19, πρβλ. 671· οὕτως: ἄκων ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους, Σοφ. Ἀποσπ. 688, πρβλ. Ἀντ. 276, μηδένα μήτ’ ἀέκοντα μένειν κατέρυκε, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 2· (σκῶμμα ἡρωϊκ.). ― Ἐπίρρ. ἀκόντως, παρὰ τὴν θέλησιν, ἀκουσίως· ὁμολογεῖν, Πλάτ. Πρωτ. 333Β, πρβλ. Ἱππ. Ἐλ. 374D, οὐκ ἄκ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ἀλλὰ σπανίως, ὡς τὸ ἀκούσιος, ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν, παρὰ τὴν θέλησιν, κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄκ., Σοφ. Ο. Τ. 1230· ἔργων ἀκ., ὁ αὐτ. Ο. Κ. 240· πρβλ. 977.
French (Bailly abrégé)
ουσα, ον :
v. ἄκων.
English (Autenrieth)
-ουσα (ϝεκών): unwilling, reluctant; ‘unintentionally,’ Il. 16.264, βιῃ ἀέκοντα, ‘by force against my will,’ Il. 15.186 ; σὲ βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα, Od. 4.646; cf. Il. 1.430.
English (Slater)
ἀέκων (ᾰε-, αε-.)
1 unwilling ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (O. 10.29) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (N. 4.21) ]ου στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52.
Spanish (DGE)
v. ἄκων, ἄκουσα, ἆκον.
Greek Monotonic
ἀέκων: Αττ. συνηρ. ἄκων [ᾱ], -ουσα, -ον,
I. αυτός που συμβαίνει παρά τη θέληση κάποιου, αθέλητος, εξαναγκασμένος· λέγεται για πρόσωπα, ἀέκοντος ἐμεῖο, σε Ομήρ. Ιλ.· πόλλ' ἀέκων, αυτό που ο Βιργ. ονομάζει multa reluctans, στον ίδ.· ἄκοντος Διός, Λατ. invito Jove, σε Αισχύλ., Ξεν.· επίρρ. ἀκόντως, ακούσια, αθέλητα, παρά τη θέληση, σε Πλάτ.
II. όπως το ἀκούσιος, λέγεται για ενέργειες και για τα αποτελέσματά τους, παρά τη θέληση· ἔργα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀέκων: ουσα, ον ион.-дор. = ἄκων II.
Middle Liddell
I. against one's will, unwilling, of persons, ἀέκοντος ἐμεῖο Il.; πόλλ' ἀέκων, Virgil's multa reluctans, Il.; ἄκοντος Διός, invito Jove, Aesch., Xen.:—adv. ἀκόντως, unwillingly, Plat.
II. like ἀκούσιος, of acts, involuntary, ἔργα Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀέκων -ουσα -ον, gen. -οντος, f. -ούσης, ep. en Ion. voor ἄκων.