μειαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meiagogos
|Transliteration C=meiagogos
|Beta Code=meiagwgo/s
|Beta Code=meiagwgo/s
|Definition=ὁ<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, ὥσπερ μ. ἑστιῶν &lt;τὴν πόλιν&gt; <span class="bibl">Eup.116</span>.</span>
|Definition=ὁ<span class="sense"><span class="bld">A</span>, ὥσπερ μ. ἑστιῶν &lt;τὴν πόλιν&gt; <span class="bibl">Eup.116</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:16, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειᾰγωγός Medium diacritics: μειαγωγός Low diacritics: μειαγωγός Capitals: ΜΕΙΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: meiagōgós Transliteration B: meiagōgos Transliteration C: meiagogos Beta Code: meiagwgo/s

English (LSJ)

A, ὥσπερ μ. ἑστιῶν <τὴν πόλιν> Eup.116.

German (Pape)

[Seite 115] der den φράτορες ein Opferthier darbringt, s. μεῖον, Eupol. bei Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

μειᾰγωγός: -όν, (μεῖον, ἄγω) ὁ ἄγων τὸν πρὸς θυσίαν ἀμνὸν (μεῖον, ὃ ἴδε) εἰς τοὺς φράτορας ὅπως ζυγισθῇ, ὥσπερ μ. ἱστάνων Εὔβουλ. ἐν «Δήμ.» 1 (ἴδε Meineke 5, σελ. 36)· - ἐντεῦθεν μειαγωγέω, ἄγω τὸν ἀμνὸν εἰς τοὺς φράτορας ὅπως ζυγισθῇ ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ μεταφορ., μ. τὴν τραγῳδίαν, ζυγίζω αὐτὴν ὡς ζυγίζουσι τοὺς ἀμνούς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 798· - μειαγωγία, ἡ, Σουΐδ.· Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «μεῖον καὶ μειαγωγός: Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ‘παρέστησε μεῖον’· θῦμά ἐστιν ὃ τοῖς φράτορσι παρεῖχον οἱ τοὺς παῖδας εἰσάγοντες εἰς τούτους. Ἐρατοσθένης δὲ ἐν τοῖς περὶ κωμῳδίας φησὶν οὕτως ‘νόμου ὄντος μὴ μεῖον εἰσάγειν ὡρισμένου τινός, ἐπισκώπτοντες μετὰ παιδιᾶς πάντα τὸν εἰσάγοντα, μεῖον ἔφασαν εἰσάγειν, ὅθεν τὸ μὲν ἱερεῖον μεῖον προσηγορεύθη, μειαγωγὸς δὲ ὁ εἰσάγων’. Ἀπολλόδωρος ἐν τοῖς περὶ θεῶν ‘οἱ φράτορες’, φησίν, ‘ἵνα μείζονας νέμωνται μερίδας, ἐφώνουν ἑστῶτες, ἱστάνειν δεῖν, μεῖον γάρ ἐστι’.»

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui offre la victime μεῖον, pour la réception d’un enfant dans une confrérie.
Étymologie: μείων, ἀγωγός.

Greek Monolingual

μειαγωγός, -όν (Α)
αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ-αγωγός)].

Greek Monotonic

μειᾰγωγός: -όν (μεῖον, ἄγω), φέρνω για ζύγισμα το πρόβατο (μεῖον) που προορίζεται για θυσία, σε Εύπολ.

Middle Liddell

μει-ᾰγωγός, όν μεῖον, ἄγω]
bringing the sacrificial lamb (μεῖον) to be weighed, Eupol.