αὐθέκαστος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. αὐθεκαστότερος Phld.<i>Piet</i>.p.120.14]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sincero]], [[sin artificio]], [[auténtico]] de pers. como intermedio entre el [[ἀλαζών]] y el [[εἴρων]] Arist.<i>EN</i> 1127<sup>a</sup>23, como sinón. de [[αὐστηρός]] y [[ἁπλός]] Cleanth.<i>Fr.Poet</i>.3.4, Posidipp.41, ἐν τῷ δικαίῳ ὄρθιος καὶ αὐ. Plu.<i>Cat.Ma</i>.6, fig. de la zorra οὐκ ἔστ' [[ἀλώπηξ]] ἡ μὲν [[εἴρων]] ... ἡ δ' αὐ. Philem.93.7<br /><b class="num">•</b>del λόγος Phld.l.c.<br /><b class="num">•</b>del estilo de Tucídides, D.H.<i>Comp</i>.22.6.<br /><b class="num">2</b> en sent. peyor. [[rígido]], [[tozudo]], [[áspero]] τραχὺς [[ἄνθρωπος]] ... αὐ. τῷ τρόπῳ Men.<i>Sam</i>.550, cf. Men.<i>Fr</i>.736, Plu.2.11d, Luc.<i>Phal</i>.1.2, ὁ νουθετητὴς παραγίνεται ὁ αὐ. Ph.2.519.<br /><b class="num">II</b> [[autosuficiente]] τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.<i>Or</i>.34.446.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sinceramente]], [[sin artificio]] πρὸς τὸ τῇ Σπάρτῃ συμφέρον αὐ. στρατηγοῦντος Plu.<i>Lys</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[tajantemente]] αὐ. ... φασι τὸ καλού[μ] ενον Phld.<i>Sign</i>.32.32; cf. [[αὐτοέκαστος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:15, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A one who calls things by their right names, down-right, blunt, Arist.EN1127a23, cf. Cleanth.Stoic.1.127; οὔκ ἐστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων… ἡ δ' αὐ. Philem.89.7, cf. Posidipp.40; in later Prose, λόγος Phld.Piet.102 (Comp.), cf. Ph.2.51, Plu.Cat.Ma.6. Adv. -τως bluntly, Phld.Sign.32. 2 of style, inartificial, plain, D.H.Comp.22. 3 in bad sense, self-willed (αὐτάρεσκος, Hsch.; = ἀπαρέγκλητος, Suid.), αὐ. τὸν τρόπον, τῷ τρόπῳ, Men.843, Sam.205, cf. Luc.Phal.1.2, Plu.2.11e; οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδὲ αὐ. ὁ σώφρων ἀνήρ ib. 823a, cf. Phld.Vit.p.30J. 4 self-controlled, ζῷον οὐ μονῆρες καὶ αὐ. ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.Or.34p.446D. Adv. -τως Plu.Lys.21.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθέκαστος: -ον, ὁ λέγων τὰ πράγματα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ἕκαστα, κοινῶς, «ὀρθὰ κοφτά», ὁ μὴ λέγων αὐτὰ πλαγίως, ἀλλ’ ὡς ἔχουσιν, ἀνυπόκριτος, ἀληθής, εἰλικρινής, ἁπλοῦς, ὁ δὲ μέσος αὐθέκαστός τις ἂν ἀληθευτικὸς καὶ τῷ βίῳ καὶ τῷ λόγῳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 4· ἀκολούθως ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, οὐκ ἔστ’ ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων…, ἡδ’ αὐθέκαστος Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 229, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 13· - ἐπὶ λόγων, ἀκόμψευτος, σαφής, ἀληθής, Διον. Ἁλ. π. συνθ. 22· ἴδε Α. Β. 462, 25, Ἡσύχ. ἐν λέξει. Παρὰ παλαιοτέροις συγγραφ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἑκ. 1227, τὸ αὐθέκαστα, νῦν γράφεται, αὐθ’ ἕκαστα. Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Λύσ. 21. - Τὸ οὐσιαστ. αὐθεκαστότης, ητος, ἡ, κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Φρυν. σ. 349, ἔνθα ἴδε Λοβ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
chaque personne ou chaque chose telle qu’elle est ; franc, simple, droit, naturel.
Étymologie: αὐτός, ἕκαστος.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [compar. αὐθεκαστότερος Phld.Piet.p.120.14]
I 1sincero, sin artificio, auténtico de pers. como intermedio entre el ἀλαζών y el εἴρων Arist.EN 1127a23, como sinón. de αὐστηρός y ἁπλός Cleanth.Fr.Poet.3.4, Posidipp.41, ἐν τῷ δικαίῳ ὄρθιος καὶ αὐ. Plu.Cat.Ma.6, fig. de la zorra οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων ... ἡ δ' αὐ. Philem.93.7
•del λόγος Phld.l.c.
•del estilo de Tucídides, D.H.Comp.22.6.
2 en sent. peyor. rígido, tozudo, áspero τραχὺς ἄνθρωπος ... αὐ. τῷ τρόπῳ Men.Sam.550, cf. Men.Fr.736, Plu.2.11d, Luc.Phal.1.2, ὁ νουθετητὴς παραγίνεται ὁ αὐ. Ph.2.519.
II autosuficiente τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.Or.34.446.
III adv. -ως
1 sinceramente, sin artificio πρὸς τὸ τῇ Σπάρτῃ συμφέρον αὐ. στρατηγοῦντος Plu.Lys.21.
2 tajantemente αὐ. ... φασι τὸ καλού[μ] ενον Phld.Sign.32.32; cf. αὐτοέκαστος.
Greek Monolingual
αὐθέκαστος, -ον (AM)
απότομος, θρασύς, αυθάδης
μσν.
1. αυθαίρετος
2. αυτάρκης
αρχ.
1. όποιος λέει κάθε πράγμα με το πραγματικό του όνομα, ο ειλικρινής
2. (για λόγο) σαφής, απερίφραστος.
Greek Monotonic
αὐθέκαστος: -ον, αυτός που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
αὐθέκαστος:
1) прямой, прямодушный (αὐ. καὶ ἀληθευτικός Arst.; ὄρθιος και αὐ. Plut.);
2) суровый, строгий (αὐστηρὸς καὶ αὐ. Plut.).