κτύπημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κτύ˘πημα, ατος, τό, = [[κτύπος]]<br />κτ. χειρός Eur.
|mdlsjtxt=κτῠ́πημα, ατος, τό, = [[κτύπος]]<br />κτ. χειρός Eur.
}}
}}

Revision as of 11:25, 29 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτῠπημα Medium diacritics: κτύπημα Low diacritics: κτύπημα Capitals: ΚΤΥΠΗΜΑ
Transliteration A: ktýpēma Transliteration B: ktypēma Transliteration C: ktypima Beta Code: ktu/phma

English (LSJ)

ατος, τό, A = κτύπος, βροντῆς Critias 25.32 D.; κ. τυμπάνων D.C.51.17, cf. Jul.Or.7.220b; κ. χειρός E.Andr.1211 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1520] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, Krachen; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer.

Greek (Liddell-Scott)

κτύπημα: ῠ, τό, = κτύπος, βροντῆς Κριτίας 9. 32· κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17· κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212· ἴδε κτύπος ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit produit par un choc, bruit retentissant, fracas.
Étymologie: κτυπέω.

Greek Monolingual

και χτύπημα, το (AM κτύπημα) κτυπώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.
2. (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) κοπετός, κτύπημα του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το μέρος που χτυπήθηκε, το σημάδι της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο κεφάλι»)
2. μτφ. ηθικό πλήγμα, απροσδόκητο δυστύχημα, ξαφνική συμφορά («μεγάλο χτύπημα ο θάνατος του πατέρα»)
3. (λογιστ.) η σημείωση ενός διακριτικού σημείου εμπρός από κάθε ελεγχόμενο αριθμό κατά την αντιπαραβολή τών ποσών ενός λογαριασμού, το τσεκάρισμα, ο έλεγχος
4. σφοδρή επίθεση, προσβολή («ο εχθρός οπισθοχώρησε με το πρώτο κτύπημα»
μσν.
(για νερό) ροή, επαφή με νερό («εἰς τὰ δροσερά κτυπήματα τοῦ ὕδατος»).

Greek Monotonic

κτύπημα: [ῠ], -ατος, τό = κτύπος, χειρός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτύπημα -τος, τό [κτυπέω] dreun, slag.

Russian (Dvoretsky)

κτύπημα: ατος τό стук, удар: ἐπιτίθεσθαι κάρᾳ κ. χειρός Eur. (в отчаянии) бить себя рукой по голове; κ. βροντῆς Sext. удар грома.

Middle Liddell

κτῠ́πημα, ατος, τό, = κτύπος
κτ. χειρός Eur.