σκότωμα: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skotoma
|Transliteration C=skotoma
|Beta Code=sko/twma
|Beta Code=sko/twma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dizziness]], [[vertigo]], <span class="bibl">Plb.5.56.7</span> (pl.), Plu.2.137d, Gal.6.324 (pl.).</span>
|Definition=ατος, τό, [[dizziness]], [[vertigo]], <span class="bibl">Plb.5.56.7</span> (pl.), Plu.2.137d, Gal.6.324 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκότωμα Medium diacritics: σκότωμα Low diacritics: σκότωμα Capitals: ΣΚΟΤΩΜΑ
Transliteration A: skótōma Transliteration B: skotōma Transliteration C: skotoma Beta Code: sko/twma

English (LSJ)

ατος, τό, dizziness, vertigo, Plb.5.56.7 (pl.), Plu.2.137d, Gal.6.324 (pl.).

German (Pape)

[Seite 906] τό, Schwindel, σκοτώματά τινα ἐπιπέπτωκεν αὐτῷ Pol. 5, 56, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σκότωμα: τό, «ζάλη», σκοτοδινία, ἴλιγγος, Πολύβ. 5. 56, 7 (ἐν τῷ πληθ.), Πλούτ. 2. 137D, κτλ. ΙΙ. φόνος, σφαγή, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vertige.
Étymologie: σκοτόω. {{grml |mltxt=(I)
το, ΝΑ [[σκοτῶ (ΙΙΙ)]
νεοελλ.
1. ιατρ. έλλειμμα του οπτικού πεδίου του οφθαλμού, κατά το οποίο, όταν είναι απόλυτο, εξαφανίζεται κάθε αίσθηση φωτός, και, όταν είναι σχετικό, υπάρχει μείωση της όρασης
2. φρ. α) «αρνητικό σκότωμα»
ιατρ. σκότωμα που εκδηλώνεται με απουσία της όρασης
β) «θετικό σκότωμα»
ιατρ. σκότωμα κατά το οποίο ο πάσχων βλέπει μια σκοτεινή κηλίδα
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) τὰ σκοτώματα
σκοτοδίνη, ίλιγγος, ζάλη (α. «σκοτωμάτων τινῶν ἐπιπεπτωκότων τῷ βασιλεῑ», Πολ.
β. «πυρετοῡ τινος ἢ σκοτώματος ἐμπεσόντος ἀφεῑσα τὰ βιβλία καὶ τοὺς λόγους», Πλούτ.).
(II)
-ατος, το, ΝΜ [[[σκοτώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτώνω, πρόκληση βίαιου θανάτου, σκοτωμός, φόνος, θανάτωσησκότωμα του κακούργου»)
νεοελλ.
1. συνεκδ. αυστηρή, βαριά τιμωρία («θέλει σκότωμα ο παλιάνθρωπος»)
2. μτφ. α) μεγάλη ζημιά, πλήγμα, καταστροφή
β) εξαντλητικός κόπος, κούραση («η ανάβαση στο βουνό ήταν πραγματικό σκότωμα»)
γ) εκποίηση, ξεπούλημα («έχει ένα χρυσό ρολόγι για σκότωμα»). }}

Russian (Dvoretsky)

σκότωμα: ατος τό тж. pl. обморок, головокружение Polyb., Plut.