χοάνη: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choani | |Transliteration C=choani | ||
|Beta Code=xoa/nh | |Beta Code=xoa/nh | ||
|Definition=contr. χώνη, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[funnel]], <b class="b3">δίκην δὲ χοάνης</b> (fort. <b class="b3">ἀκοῇ δὲ χοάνην</b>) ὦτα διετετρήνατο <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>18</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.245</span>; κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης <span class="bibl">Pherecr.108.31</span>; καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>411a</span>; as a name of the throat, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.3</span>; as nickname of a great drinker, <span class="bibl">Ath.10.436e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Medic., [[funnelshaped hollow in the brain]], also called | |Definition=contr. χώνη, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[funnel]], <b class="b3">δίκην δὲ χοάνης</b> (fort. <b class="b3">ἀκοῇ δὲ χοάνην</b>) ὦτα διετετρήνατο <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>18</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.245</span>; κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης <span class="bibl">Pherecr.108.31</span>; καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>411a</span>; as a name of the throat, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.3</span>; as nickname of a great drinker, <span class="bibl">Ath.10.436e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Medic., [[funnelshaped hollow in the brain]], also called [[ληνός]], [[πύελος]], Herophil. ap. Theophil.<span class="title">Corp.Fabr.</span>4.5.5. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[hollow]] behind the eye, cj. in <span class="bibl">Emp. 84.9</span> (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[χόανος]], [[melting-pot]], <span class="bibl">Posidon.48J.</span>, Dsc.5.75, <span class="title">AP</span>9.528 (Pall.).—The form [[χοάνη]] is said by Moer.<span class="bibl">p.401</span> P. to be Att. (cf. <span class="title">IG</span>12313.127, 314.144), [[χώνη]] Hellenic.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:10, 1 January 2021
English (LSJ)
contr. χώνη, A funnel, δίκην δὲ χοάνης (fort. ἀκοῇ δὲ χοάνην) ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18, cf. Ph.1.245; κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Pherecr.108.31; καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Pl.R.411a; as a name of the throat, Alex.Aphr.Pr.2.3; as nickname of a great drinker, Ath.10.436e. 2 Medic., funnelshaped hollow in the brain, also called ληνός, πύελος, Herophil. ap. Theophil.Corp.Fabr.4.5.5. 3 hollow behind the eye, cj. in Emp. 84.9 (pl.). II = χόανος, melting-pot, Posidon.48J., Dsc.5.75, AP9.528 (Pall.).—The form χοάνη is said by Moer.p.401 P. to be Att. (cf. IG12313.127, 314.144), χώνη Hellenic.
German (Pape)
[Seite 1361] ἡ, zsgzgn χώνη, = χόανος, Ar. Th. 18.
Greek (Liddell-Scott)
χοάνη: [ᾱ], συνῃρ. χώνη, «χωνί», Λατ. Infundibutum, δίκην δὲ χοάνης ὦτα διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18, πρβλ. Φίλωνα 1. 245· κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Φερεκράτη: ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1, 31· καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Πλάτ. Πολ. 411Α· ὡς ὄνομα τοῦ λάρυγγος, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 3· καὶ οὕτως ὡς σκωπτικὸν ὄνομα ἀνθρώπου πολυπότου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436Ε, κλπ. 2) κοίλωμά τι ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ ἔχον τὸ σχῆμα χωνίου καλούμενον καὶ ληνὸς καὶ πύελος, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. 135. 11. ΙΙ. = χόανος, τὸ χωνοειδὲς χωνευτήριον τῶν μετάλλων (καὶ νῦν ἔτι καλεῖται χώνη ἐν Θράκῃ)· Διοσκ. 5, 85, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 233D, Ἀνθ. Παλ. 9. 528. - Ὁ τύπος χοάνη λέγεται παρὰ Μοίριδι Ἀττικός, ὁ δὲ τύπος χώνη Ἑλληνικός.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. χόανος.
Greek Monolingual
και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν
1. χωνί
2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριο
νεοελλ.
1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα της μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα
2. μτφ. φαράγγι
αρχ.
1. σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που πίνει πολύ
2. το κοίλωμα που υπάρχει πίσω από τον οφθαλμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χοάνη (< χοFανη) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χο-F- του ρ. χέω με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, στεφ-άνη) και σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F-. Ο τ. χώνη με συναίρεση τών -οα-].
Greek Monotonic
χοάνη: [ᾰ], συνηρ. χώνη (χέω)·
I. χωνί, Λατ. infundibulum, σε Πλάτ.
II. = χόανος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χοάνη: стяж. χώνη ἡ χέω
1) воронка Arph., Plat.;
2) Anth. = χόανος.
Frisk Etymology German
χοάνη: χόανος, χοή, χοῦς
{khoánē}
See also: s. χέω.
Page 2,1107