ψό: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[επιφώνημα]] που δήλωνε [[αηδία]], [[αποστροφή]] ή [[αγανάκτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ποιμενικό [[επίφθεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «[[ψώρα]], [[ακαθαρσία]], [[αιθάλη]]» ( | |mltxt=ΜΑ<br />[[επιφώνημα]] που δήλωνε [[αηδία]], [[αποστροφή]] ή [[αγανάκτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ποιμενικό [[επίφθεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «[[ψώρα]], [[ακαθαρσία]], [[αιθάλη]]» ([[πρβλ]]. <i>ψώα</i>, [[ψόλος]], [[ψόθος]] [Ι]), [[αλλά]] και «[[θόρυβος]], [[υπόκωφος]] [[ήχος]]» ([[πρβλ]]. [[ψόθος]] [II], [[ψόφος]][Ι]). Είναι δύσκολο, [[ωστόσο]], να επισημανθεί με [[βεβαιότητα]] σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» ([[πρβλ]]. [[ψεύδομαι]], [[ψυχή]]) ή στην <i>bhes</i>- «[[τρίβω]], [[χτυπώ]]» ([[πρβλ]]. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 23 August 2021
English (LSJ)
a shepherd's call, S.Fr.521, cf. Ael.Dion.Fr.337. II an exclamation of disgust or contempt, pshaw! Phot.; dub. in A.Fr.82, Ar.Fr.892/3.
German (Pape)
[Seite 1401] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.
Greek (Liddell-Scott)
ψό: πομενικὸν ἐπίφθεγμα, Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.
French (Bailly abrégé)
interj.
expression marquant le dégoût, le mépris : pouah !.
Greek Monolingual
ΜΑ
επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση
αρχ.
ποιμενικό επίφθεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].