ἀρτεμής: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτεμής]], -ές (Α)<br />ο [[ακέραιος]], ο [[αβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το <i>αρτι</i>- ([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>-<i>δεμής</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[δέμας]] «[[σώμα]]») ή το <i>αρ</i>-([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>-, με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τέμος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[τημελώ]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]»). Οπωσδήποτε η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα <i>Άρτεμις</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
|mltxt=[[ἀρτεμής]], -ές (Α)<br />ο [[ακέραιος]], ο [[αβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το <i>αρτι</i>- ([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>-<i>δεμής</i>, [[πρβλ]]. [[δέμας]] «[[σώμα]]») ή το <i>αρ</i>-([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>-, με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τέμος</i>, [[πρβλ]]. [[τημελώ]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]»). Οπωσδήποτε η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα <i>Άρτεμις</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτεμής Medium diacritics: ἀρτεμής Low diacritics: αρτεμής Capitals: ΑΡΤΕΜΗΣ
Transliteration A: artemḗs Transliteration B: artemēs Transliteration C: artemis Beta Code: a)rtemh/s

English (LSJ)

ές, A safe and sound, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Il.5.515; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισι Od. 13.43, cf.A.R.1.415, Call.Iamb.1.227.—Ep. word; etym. of Ἄρτεμις, Pl.Cra.406b.

German (Pape)

[Seite 361] ές (vgl. ἄρτιος), unversehrt, frisch u. gesund; ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Iliad. 5, 515. 7, 308; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od. 13, 43; σκέλος Philip. 9 (VI, 203); vgl. Plat. Crat. 406 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτεμής: -ές, (ἄρτιος) σῶος, ἀκέραιος, ἀβλαβής, ὑγιής, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Ἰλ. Ε. 515· φίλοισι σὺν ἀρτεμέεσσι Ὀδ. Ν. 43, πρβλ. Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 415. - Ἐπ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dat. pl. épq. ἀρτεμέεσσι;
sain et sauf.
Étymologie: DELG ?

English (Autenrieth)

ές: safe and sound, Il. 5.515, Od. 13.43.

Spanish (DGE)

-ές
sano y salvo, integro ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα Il.5.515, 7.308, σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od.13.43, σὺν ἀρτεμέεσσιν ἑταίροις A.R.1.415, σκέλος AP 6.203 (Laco), πόδες Orph.L.355, cf. Call.Fr.194.31, Hippon.108.6, Ael.Fr.99, Artem.2.35
como explicación de la etim. de Ἄρτεμις: διὰ τὸ ἀρτεμὲς φαίνεται Pl.Cra.406b.

Greek Monolingual

ἀρτεμής, -ές (Α)
ο ακέραιος, ο αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. είναι το αρτι- (αρτεμής < αρτι-δεμής, πρβλ. δέμας «σώμα») ή το αρ-(αρτεμής < αρι-, με συγκοπή του -ι + τέμος, πρβλ. τημελώ «φροντίζω, μεριμνώ»). Οπωσδήποτε η υπόθεση ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα Άρτεμις οφείλεται σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

ἀρτεμής: -ές (ἄρτιος), ασφαλής και αβλαβής, σώος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτεμής: здоровый, целый, невредимый Hom., Plat., Plut., Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: fresh, healthy (Il.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. The word has been explained as: haplology from *ἀρτι-δεμής (to δέμας, Prellwitz); ἀρ- = ἀρι- (cf. ἀρπεδής) and *τέμος (to τημελέω, Fick-Bechtel Personennamen 439, vgl. Hoffmann Dial. 2, 235). Cf. also Ehrlich Betonung 43 n. 2.

Middle Liddell

ἄρτιος
safe and sound, Hom.

Frisk Etymology German

ἀρτεμής: {artemḗs}
Meaning: frisch, gesund (ep. seit Il.)
Derivative: Davon zwei späte Ableitungen: ἀρτεμέω gesund sein (Nonn.), ἀρτεμία Gesundheit (Max., AP, Prokl.).
Etymology : Unerklärt. Mehrere vergebliche Deutungsversuche: haplologisch aus *ἀρτιδεμής (zu δέμας, Prellwitz); ἀρ- = ἀρι- (vgl. ἀρπεδής) und *τέμος (zu τημελέω, Fick-Bechtel Personennamen 439, vgl. Hoffmann Dial. 2, 235). Noch anders Ehrlich Betonung 43 A. 2.
Page 1,153