μεταπορεύομαι: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 , $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταπορεύομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> перемещаться, передвигаться (κατὰ τὸ τῆς χώρας [[ἐπίπεδον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> искать, добиваться ([[ἀρχήν]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> преследовать (τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν Polyb.): οὐκ ἰδίαν ἔχθραν οὐδεμίαν μεταπορευόμενος Lys. не из мести за какую-л. личную неприязнь. | |elrutext='''μεταπορεύομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[перемещаться]], [[передвигаться]] (κατὰ τὸ τῆς χώρας [[ἐπίπεδον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[искать]], [[добиваться]] ([[ἀρχήν]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> преследовать (τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν Polyb.): οὐκ ἰδίαν ἔχθραν οὐδεμίαν μεταπορευόμενος Lys. не из мести за какую-л. личную неприязнь. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -εύσομαι aor1 -επορεύθην<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to go [[after]], [[follow]] up, ἔχθραν Lys.<br /><b class="num">II.</b> to [[pursue]], [[punish]], Polyb. | |mdlsjtxt=fut. -εύσομαι aor1 -επορεύθην<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to go [[after]], [[follow]] up, ἔχθραν Lys.<br /><b class="num">II.</b> to [[pursue]], [[punish]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 19 August 2022
English (LSJ)
A go after, follow up, ἔχθραν Lys.31.2; pursue, punish, τοὺς ἀποστήσαντας Plb.1.88.9; ἀσέβειαν Id.2.58.11, cf. J.AJ6.13.4. 2 seek after, canvass for, ἀρχήν Plb.10.4.2, cf. Πολέμων 1.30 (Demetrias). 3 change, βουλήν, ἤθη, Procop.Goth.4.34, Aed.6.2; ῥεῖθρον, of a river, ib.2.10. II go from one place to another, migrate, Pl.Lg.904c, PPetr.3p.129 (iii B.C.), PRev.Laws 44.10 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 152] Dep. pass., 1) sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, Plat. Legg. X, 904 c. – 2) nachgehen, τὴν ἀρχήν, ambire, sich um das Amt bewerben, Pol. 10, 4, 2; bes. feindlich verfolgen, nachsetzen, rächen, ἔχθραν μεταπορευόμενος, Lys. 31, 2; τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν, Pol. 2, 8, 10. 58, 11 u. öfter; auch mit dem acc. der Person, bestrafen, 1, 88, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· ὑπάγω κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ μετέρχομαι, ἔχθραν Λυσ. 187· 1: καταδιώκω, τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. ὑπάγω ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, μεταναστεύω, μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C.
French (Bailly abrégé)
poursuivre par vengeance, acc..
Étymologie: μετά, πορεύομαι.
Greek Monolingual
μεταπορεύομαι (ΑΜ) πορεύομαι
μεταβάλλω, αλλάζω
αρχ.
1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις
2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ
3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.)
3. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο («κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεταπορεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ -επορεύθην· αποθ., πηγαίνω στο κατόπι, συνεχίζω, ἔχθραν, σε Λυσ.
II. καταδιώκω, τιμωρώ, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
μεταπορεύομαι:
1) перемещаться, передвигаться (κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον Plat.);
2) искать, добиваться (ἀρχήν Polyb.);
3) преследовать (τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν Polyb.): οὐκ ἰδίαν ἔχθραν οὐδεμίαν μεταπορευόμενος Lys. не из мести за какую-л. личную неприязнь.
Middle Liddell
fut. -εύσομαι aor1 -επορεύθην
Dep.
I. to go after, follow up, ἔχθραν Lys.
II. to pursue, punish, Polyb.