προσαναλίσκω: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσανᾱλίσκω:''' сверх того или также растрачивать (καὶ τὰ τῶν [[φίλων]] Plat.; χρήματα Xen.; χρόνον Diog. L.; [[ὅλον]] τὸν βίον τινί NT). | |elrutext='''προσανᾱλίσκω:''' [[сверх того или также растрачивать]] (καὶ τὰ τῶν [[φίλων]] Plat.; χρήματα Xen.; χρόνον Diog. L.; [[ὅλον]] τὸν βίον τινί NT). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:36, 20 August 2022
English (LSJ)
fut. -ανᾱλώσω, A lavish or consume besides, καὶ τὰ τῶν φίλων π. Pl.Prt.311d; τὰς ἰδίας οὐσίας D.20.10, cf. D.C.43.18; π. οὐκ ὀλίγα χρήματα IG22.834.7; π. χρόνον ἱστοῖς waste further time on…, D.L.6.98; μισθούς τινι Porph.Abst.1.56.
German (Pape)
[Seite 749] (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, verthun; Ar. Ach. 701; καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες, Plat. Prot. 311 d; οἱ δὲ καὶ προσανηλωκότες χρήματα, Xen. An. 6, 2, 8, wo Krüger προανηλωκότες vermuthet; πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων, Dem. 40, 58 (Bekk. simpl.); Sp., wie D. L. 6, 98.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, καταναλίσκω προσέτι, πρ. καὶ τὰ τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 311D· τὰς ἰδίας οὐσίας Δημ. 466. 2· πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. 1025. 20· πρ. χρόνον ἱστοῖς, δαπανῶ χρόνον εἰς..., Διογ. Λ. 6. 98.
French (Bailly abrégé)
dépenser ou épuiser en outre.
Étymologie: πρός, ἀναλίσκω.
English (Strong)
from πρός and ἀναλίσκω; to expend further: spend.
English (Thayer)
1st aorist participle feminine προσαναλώσασα; to expend besides (πρός, IV:2): ἰατροῖς (i. e. upon physicians, Buttmann, § 133,1; εἰς ἰατρούς (cf. Winer's Grammar, 213 (200))) τόν βίον, WH omits; Tr marginal reading brackets the clause). (Xenophon, Plato, Demosthenes, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ΜΑ
σπαταλώ ή δαπανώ κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω»].
Greek Monotonic
προσᾰνᾱλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω, σκορπώ ή καταναλώνω επιπλέον, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσανᾱλίσκω: сверх того или также растрачивать (καὶ τὰ τῶν φίλων Plat.; χρήματα Xen.; χρόνον Diog. L.; ὅλον τὸν βίον τινί NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αναλίσκω extra uitgeven.
Middle Liddell
fut. -ανᾱλώσω
to lavish or consume besides, Plat., Dem.
Chinese
原文音譯:prosanal⋯skw 普羅士-安那-利士可
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-上-消耗
字義溯源:過度花費,完全耗盡,花盡了;由(πρός)=向著)與(ἀναλίσκω / ἀναλόω)=耗盡)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἀναλίσκω / ἀναλόω)又由(ἀνά)*=上)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 花盡了(1) 路8:43