ὠλεσίκαρπος: Difference between revisions
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ὀλεσίκαρπος]], -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του [[πριν]] αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγονος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὠλεσίκαρπον [[τύμπανο]]» — [[τύμπανο]] που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ( | |mltxt=και [[ὀλεσίκαρπος]], -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του [[πριν]] αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγονος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὠλεσίκαρπον [[τύμπανο]]» — [[τύμπανο]] που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. <i>τελεσί</i>-<i>καρπος</i>). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>καρπος</i>, που [[είναι]] πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:18, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A losing its fruit, ἰτέαι ὠ., because they shed their fruits before ripening, Od.10.510, cf. Thphr.HP3.1.3; (ἐρινεός) Id.CP2.9.14: metaph., ὠ. τύμπανον the kettledrum in the mysteries of Cybele, because the priests who beat it were eunuchs, Opp.C.3.283: dub. sens. in Cerc.6.14.
Greek (Liddell-Scott)
ὠλεσίκαρπος: -ον, ὁ καταστρέφων τὸν ἑαυτοῦ καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. τύμπανον, τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, διότι οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
stérile.
Étymologie: ὄλλυμι, καρπός.
English (Autenrieth)
losing their fruit, of the willow which drops its fruit before ripening, Od. 10.510†.
Greek Monolingual
και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσί-καρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek Monotonic
ὠλεσίκαρπος: -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, γιατί αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους προτού ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠλεσίκαρπος: теряющий свои плоды (ἰτέαι Hom.).
Middle Liddell
ὠλεσί-καρπος, ον,
losing its fruit, ἰτέαι ὠλ., because these trees shed their fruits before ripening, Od.