Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοβόλος]], -ον)<br />(νεοελλ,) <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει σαν [[κεραυνός]], [[ξαφνικός]], [[αστραπιαίος]] (α. «[[κεραυνοβόλος]] [[έρωτας]]» β. «κεραυνοβόλα [[επίθεση]]»)<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και [[γρήγορα]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κεραυνοβόλο [[βλέμμα]]» — άγριο και πολύ αυστηρό [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο [[κεραυνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραυνοβόλως</i> και -<i>α</i><br />με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικτυ</i>-[[βόλος]], <i>δισκο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική [[σημασία]]].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοβόλος]], -ον)<br />(νεοελλ,) <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει σαν [[κεραυνός]], [[ξαφνικός]], [[αστραπιαίος]] (α. «[[κεραυνοβόλος]] [[έρωτας]]» β. «κεραυνοβόλα [[επίθεση]]»)<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και [[γρήγορα]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κεραυνοβόλο [[βλέμμα]]» — άγριο και πολύ αυστηρό [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο [[κεραυνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραυνοβόλως</i> και -<i>α</i><br />με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>δικτυ</i>-[[βόλος]], <i>δισκο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική [[σημασία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:21, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβόλος Medium diacritics: κεραυνοβόλος Low diacritics: κεραυνοβόλος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: keraunobólos Transliteration B: keraunobolos Transliteration C: keravnovolos Beta Code: keraunobo/los

English (LSJ)

ον, hurling the thunder, Ζεύς IG 5(2).37 (Tegea); πῦρ τὸ κ. the thundersmiting fire, AP 12.63 (Mel.); κ. νεφέλαι Orph. Fr. 256; of planetary influences, Vett.Val. 14.17; title of the Roman Legio XII Fulminata, DC. 71.9.

German (Pape)

[Seite 1423] den Blitz schleudernd, Luc. Philopatr. 24; πῦρ, der Blitz, Mel. 13. 34 (XII, 63. 141); – κεραυνόβολος, vom Blitz getroffen, δένδρον D. Sic. 1, 13. 17, 75. So muß auch Eur. Bacch. 598 accentuirt werden, wenn es auf die Semele gehen soll, wie Herm. mit Elmsl. will.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβόλος: -ον, ἐξακοντίζων τὸν κεραυνόν, Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 2· πῦρ τὸ κ., τὸ πλῆττον ὡς κεραυνὸς πῦρ, Ἀνθ. Π. 12. 63. ΙΙ. προπαροξ., κεραυνοβόλος, ον, παθ., ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Εὐρ. Βάκχ. 598, πρβλ. Διόδ. 1. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance ou accompagne la foudre.
Étymologie: κεραυνός, βάλλω.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοβόλος, -ον)
(νεοελλ,) μτφ.
1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση»)
2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος
3. φρ. «κεραυνοβόλο βλέμμα» — άγριο και πολύ αυστηρό βλέμμα
αρχ.
1. αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς
2. φρ. «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο κεραυνός.
επίρρ...
κεραυνοβόλως και -α
με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ-βόλος, δισκο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημασία].

Greek Monotonic

κεραυνοβόλος: -ον (βάλλω),
I. αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει φασαρία ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. κεραυνό-βολος, -ον, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβόλος -ον [κεραυνός, βάλλω] bliksem werpend:. πῦρ τὸ κεραυνοβόλον het bliksemvuur AP 12.63.2.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβόλος: ὁ мечущий гром, поражающий громом (ἀγγεῖον Luc.; πῦρ Anth.).

Middle Liddell

κεραυνο-βόλος, ον [cf. κεραυνόβολος βάλλω
hurling the thunder, Anth.