ὑπερθέω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> пробегать мимо, проскакивать, тж. (благополучно) миновать (ἄκραν Aesch., Eur.; Ἑλλάδος ὅρους Luc.);<br /><b class="num">2)</b> преодолевать, побеждать (τι Plat.): ὑ. τινα τύχῃ Eur. быть счастливее кого-л.
|elrutext='''ὑπερθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> пробегать мимо, проскакивать, тж. (благополучно) миновать (ἄκραν Aesch., Eur.; Ἑλλάδος ὅρους Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[преодолевать]], [[побеждать]] (τι Plat.): ὑ. τινα τύχῃ Eur. быть счастливее кого-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[θεύσομαι]]<br /><b class="num">1.</b> to run [[beyond]], ὑπ. ἄκραν to [[double]] the [[headland]], [[proverb]]. of escaping from [[danger]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to [[outstrip]], [[outdo]], c. acc., Eur.
|mdlsjtxt=fut. [[θεύσομαι]]<br /><b class="num">1.</b> to run [[beyond]], ὑπ. ἄκραν to [[double]] the [[headland]], [[proverb]]. of escaping from [[danger]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to [[outstrip]], [[outdo]], c. acc., Eur.
}}
}}

Revision as of 11:35, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθέω Medium diacritics: ὑπερθέω Low diacritics: υπερθέω Capitals: ΥΠΕΡΘΕΩ
Transliteration A: hyperthéō Transliteration B: hypertheō Transliteration C: ypertheo Beta Code: u(perqe/w

English (LSJ)

A run beyond, ὑ. ἄκραν double the headland, prov. of escaping from danger, A.Eu.562 (lyr.), cf. E.Fr.230 (anap.). 2 outstrip, surpass, outdo, [τινὰ] τύχη Id.Andr.195; δύναμιν Pl.Lg. 648e; transcend, τὸ καλόν Plot.6.9.11.

German (Pape)

[Seite 1196] (s., θέω), überlaufen, darüber hinauslaufen, ἄκραν Aesch. Eum. 532; – übertr., übertreffen, τύχῃ ὑπερθεῖ Eur. Andr. 194; τὴν δύναμιν ὑπερθέων καὶ κρατῶν Plat. Legg. I, 648 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθέω: μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. ὑπερτρέχω. Τρέχω πέραν τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ ἀκρωτήριον, παροιμία ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, ὑπερβαίνω, ὑπερβάλλω, τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D.

French (Bailly abrégé)

1 courir par-dessus ou au delà, franchir en courant, acc.;
2 l’emporter sur, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θέω.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω πολύ ή τρέχω περισσότερο από κάποιον
2. τρέχω πέρα από ένα σημείο
3. (για πλοίο αναφορικά με παραλία, νησί ή ακρωτήριο) παρακάμπτω
4. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω
5. παροιμ. φρ. «ὑπερθέω ἄκραν» — περνώ τον κάβο, δηλαδή αποφεύγω τον κίνδυνο, γλυτώνω (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θέω «τρέχω»].

Greek Monotonic

ὑπερθέω: μέλ. -θεύσομαι,
1. τρέχω πέρα από, ὑπερθέω ἄκραν, παρακάμπτω το ακρωτήρι, τον κάβο, παροιμ., διαφεύγω κίνδυνο, σε Αισχύλ.
2. ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, με αιτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθέω:
1) пробегать мимо, проскакивать, тж. (благополучно) миновать (ἄκραν Aesch., Eur.; Ἑλλάδος ὅρους Luc.);
2) преодолевать, побеждать (τι Plat.): ὑ. τινα τύχῃ Eur. быть счастливее кого-л.

Middle Liddell

fut. θεύσομαι
1. to run beyond, ὑπ. ἄκραν to double the headland, proverb. of escaping from danger, Aesch.
2. to outstrip, outdo, c. acc., Eur.