συμπαραμένω: Difference between revisions
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[παραμένω]]<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να [[παραμένω]]<br /><b>2.</b> [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] [[πιστός]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[διαρκώ]] όσο και [[κάποιος]] [[άλλος]] ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[απομένω]] ( | |mltxt=Α [[παραμένω]]<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να [[παραμένω]]<br /><b>2.</b> [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] [[πιστός]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[διαρκώ]] όσο και [[κάποιος]] [[άλλος]] ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[απομένω]] («τοῦτο συμπαρέμεινε τοῖς ἐκγόνοις», Θεμίστ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:15, 28 March 2021
English (LSJ)
fut. A -μενῶ PSI1.64.3 (i B.C.):—stay along with or among, Hp.Prorrh. 2.15, Int.6: c. dat., Th.6.89, SIG567 A12 (Calymna, iii B.C.); [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Men.325.11, cf.PSIl.c.; endure as long as, τῷ βίῳ Jul.Caes.324d.
German (Pape)
[Seite 984] (s. μένω), mit od. zugleich dabei bleiben, ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῖν τοῦ πλήθους Thuc. 6, 89.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραμένω: παραμένω ὁμοῦ, Ἱππ. Προρρ. 100· μετὰ δοτ., Θουκ. 6. 89 [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 11.
French (Bailly abrégé)
rester en même temps que, τινι ; abs. persister.
Étymologie: σύν, παραμένω.
English (Strong)
from σύν and παραμένω; to remain in company, i.e. still live: continue with.
English (Thayer)
future ἀυμπαραμένω; "to abide together with (Hippocrates, Thucydides, Dionysius Halicarnassus, others); to continue to live together": τίνι, with one, others, παραμένω, which see) (Psalm 72:5>).
Greek Monolingual
Α παραμένω
1. εξακολουθώ να παραμένω
2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον
3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο
4. απομένω («τοῦτο συμπαρέμεινε τοῖς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).
Greek Monotonic
συμπαραμένω: μέλ. -μενῶ, παραμένω μαζί με κάποιον ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παραμένω, Att. ξυμπαραμένω, blijven bij, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συμπαραμένω: оставаться вместе (τινί Thuc., Men.).
Middle Liddell
fut. μενῶ
to stay along with or among others, c. dat., Thuc.
Chinese
原文音譯:sumparamšnw 沁-爬拉-姆挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-側旁-停留
字義溯源:一同活著,繼續著,同住;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(παραμένω)=居留)組成,其中 (παραμένω)又由(παρά)*=旁,出於)與(μένω)*=住)組成。(註:和合本以 (παραμένω)代替 (συμπαραμένω))
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 同住(1) 腓1:25