ὑπακοή: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὑπακοῆς, ἡ (from [[ὑπακούω]], [[which]] [[see]]), [[obedience]], [[compliance]], [[submission]] (opposed to [[παρακοή]]): [[absolutely]], [[εἰς]] ὑπακοήν, [[unto]] [[obedience]] i. e. to [[obey]], Winer s Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); [[obedience]] rendered to anyone's counsels: [[with]] a [[subject]]. genitive, τῆς πίστεως ([[see]] [[πίστις]], 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, [[τοῦ]] Χριστοῦ, [[ἁμαρτία]], τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, [[ὑπακοή]] [[ὑμῶν]], i. e. contextually, the [[report]] [[concerning]] [[your]] [[obedience]], Sept., [[except]] in Aq. we [[find]] ὁ [[ἐπί]] ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, [[where]] it bears its [[primary]] and [[proper]] [[signification]] of listening; [[see]] [[ὑπακούω]].)
|txtha=ὑπακοῆς, ἡ (from [[ὑπακούω]], [[which]] [[see]]), [[obedience]], [[compliance]], [[submission]] (opposed to [[παρακοή]]): [[absolutely]], [[εἰς]] ὑπακοήν, [[unto]] [[obedience]] i. e. to [[obey]], Winer's Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); [[obedience]] rendered to anyone's counsels: [[with]] a [[subject]]. genitive, τῆς πίστεως ([[see]] [[πίστις]], 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, [[τοῦ]] Χριστοῦ, [[ἁμαρτία]], τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, [[ὑπακοή]] [[ὑμῶν]], i. e. contextually, the [[report]] [[concerning]] [[your]] [[obedience]], Sept., [[except]] in Aq. we [[find]] ὁ [[ἐπί]] ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, [[where]] it bears its [[primary]] and [[proper]] [[signification]] of listening; [[see]] [[ὑπακούω]].)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:10, 18 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰκοή Medium diacritics: ὑπακοή Low diacritics: υπακοή Capitals: ΥΠΑΚΟΗ
Transliteration A: hypakoḗ Transliteration B: hypakoē Transliteration C: ypakoi Beta Code: u(pakoh/

English (LSJ)

ἡ, (ὑπακούω) A obedience, Ep.Rom.5.19, PMasp.159.24 (vi A.D.); answer to prayer, LXX 2 Ki.22.36.

German (Pape)

[Seite 1181] ἡ, Gehorsam, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰκοή: ἡ, (ὑπακούω) Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Ἐκκλ. 2) ἐπῳδὸς ἢ χορός, Μεθόδ. 208C, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β, Χρυσ. V, 131Β. 3) Ἐν τῇ Λειτουργικῇ ὑπακοὴ κανόνος εἶναι τροπάριον ἀναγινωσκόμενον ἢ ᾀδόμενον ἐν τῷ τέλει τῆς τρίτης ᾠδῆς τοῦ κανόνος, [ὡς φαίνεται ἀρχικῶς ἡ ὑπακοὴ ἐλέγετο ἢ ἐψάλλετο ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἀναγνώστου ἢ τοῦ ψάλτου].

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
obéissance, soumission.
Étymologie: ὑπακούω.

English (Strong)

from ὑπακούω; attentive hearkening, i.e. (by implication) compliance or submission: obedience, (make) obedient, obey(-ing).

English (Thayer)

ὑπακοῆς, ἡ (from ὑπακούω, which see), obedience, compliance, submission (opposed to παρακοή): absolutely, εἰς ὑπακοήν, unto obedience i. e. to obey, Winer's Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); obedience rendered to anyone's counsels: with a subject. genitive, τῆς πίστεως (see πίστις, 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, τοῦ Χριστοῦ, ἁμαρτία, τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, ὑπακοή ὑμῶν, i. e. contextually, the report concerning your obedience, Sept., except in Aq. we findἐπί ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, where it bears its primary and proper signification of listening; see ὑπακούω.)

Greek Monolingual

η / ὑπακοή, ΝΜΑ υπακούω
1. το να υπακούει κανείς, ευπείθεια (α. «υπακοή στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)
2. εκκλ. τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο τέλος της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. υπακοή κανόνος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) η συμμόρφωση προς τους κανόνες και τις επιταγές
2. (κοινων.-ψυχολ.) η μεταβολή μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως απόκριση στην πίεση που πηγάζει από μια μορφή εξουσίας
αρχ.
1. επωδός ή χορός
2. απάντηση σε προσευχή.

Greek Monotonic

ὑπᾰκοή: ἡ (ὑπακούω), υπακοή, πειθαρχία σε κάτι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑπακοή: ἡ послушание, повиновение NT.

Middle Liddell

ὑπᾰκοή, ἡ, ὑπακούω
obedience, NTest.

Chinese

原文音譯:Øpako» 虛普阿可誒
詞類次數:名詞(15)
原文字根:在下-聽見(著) 相當於: (יָתַן‎ / נָתַן‎)
字義溯源:留心傾聽,順,順從,順命,順服;源自(ὑπακούω)=聽從),由(ὑπό)*=被)與(ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見)組成
出現次數:總共(15);羅(7);林後(3);門(1);來(1);彼前(3)
譯字彙編
1) 順服(8) 羅1:5; 羅15:18; 羅16:19; 林後7:15; 林後10:5; 林後10:6; 門1:21; 彼前1:2;
2) 順從(4) 羅5:19; 羅16:26; 來5:8; 彼前1:22;
3) 順從的(2) 羅6:16; 彼前1:14;
4) 順(1) 羅6:16