οἰκείω: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκείω]] (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[οικώ]].<br />οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [[οικείος]]<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[προσαρμόζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] κατάλληλο για κάποιον («[[τριμμάτιον]] ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κάνω]] δικό μου κάποιον ή [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον, [[θεωρώ]] ότι ανήκει σε μένα, [[οικειοποιούμαι]], σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον οικείο σε μένα, τον [[κάνω]] φίλο μου<br /><b>4.</b> (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, [[συνδέομαι]] ισχυρά με [[κάτι]] («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[γίνομαι]] [[φίλος]]<br />γ) [[αποκτώ]] τη [[φιλία]], την [[εύνοια]] κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)<br />δ) εξοικειώνομαι με [[κάτι]]<br />ε) (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[είμαι]] [[προσφιλής]], [[αγαπητός]] από τη [[φύση]] μου<br />στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο [[ουράνιο]] [[τόπο]].
|mltxt=[[οἰκείω]] (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[οικώ]].<br />οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [[οικείος]]<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[προσαρμόζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] κατάλληλο για κάποιον («[[τριμμάτιον]] ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κάνω]] δικό μου κάποιον ή [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον, [[θεωρώ]] ότι ανήκει σε μένα, [[οικειοποιούμαι]], σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῦσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον οικείο σε μένα, τον [[κάνω]] φίλο μου<br /><b>4.</b> (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, [[συνδέομαι]] ισχυρά με [[κάτι]] («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῦσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[γίνομαι]] [[φίλος]]<br />γ) [[αποκτώ]] τη [[φιλία]], την [[εύνοια]] κάποιου («οἰκειοῦσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)<br />δ) εξοικειώνομαι με [[κάτι]]<br />ε) (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[είμαι]] [[προσφιλής]], [[αγαπητός]] από τη [[φύση]] μου<br />στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο [[ουράνιο]] [[τόπο]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:10, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείω Medium diacritics: οἰκείω Low diacritics: οικείω Capitals: ΟΙΚΕΙΩ
Transliteration A: oikeíō Transliteration B: oikeiō Transliteration C: oikeio Beta Code: oi)kei/w

English (LSJ)

Ep. for οἰκέω (q. v.).

German (Pape)

[Seite 299] poet. = οἰκέω, Hes. Th. 330.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείω: Ἐπικ. ἀντὶ οἰκέω, Ἡσ. Θ. 330.

French (Bailly abrégé)

poét. c. οἰκέω.

Greek Monolingual

οἰκείω (Α)
(επικ.τ.) βλ. οικώ.
οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) οικείος
1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)
2. μέσ. οἰκειοῦμαι, -όομαι
α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ ότι ανήκει σε μένα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», Ηρόδ.)
β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῦσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)
3. καθιστώ κάποιον οικείο σε μένα, τον κάνω φίλο μου
4. (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, συνδέομαι ισχυρά με κάτι («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῦσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», Πλάτ.)
β) γίνομαι φίλος
γ) αποκτώ τη φιλία, την εύνοια κάποιου («οἰκειοῦσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)
δ) εξοικειώνομαι με κάτι
ε) (στη στωική φιλοσοφία) είμαι προσφιλής, αγαπητός από τη φύση μου
στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο ουράνιο τόπο.

Greek Monotonic

οἰκείω: Επικ. αντί οἰκέω, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείω: Hes., Theocr. = οἰκέω.

Middle Liddell

οἰκείω, [from οἰκειόω [epic for οἰκέω, Hes.]