ενδίδω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐνδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]], [[υποκύπτω]] («μή συγχωρεῖν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων [[γνώμη]]», Δημ.)<br /><b>2.</b> (για [[στέγη]], πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) [[υποχωρώ]], [[λυγίζω]] («με την ώθηση η [[σκεπή]] ενέδωσε»)<br /><b>μσν.</b><br />[[προστάζω]], [[διατάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] στα χέρια ( | |mltxt=(AM [[ἐνδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]], [[υποκύπτω]] («μή συγχωρεῖν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων [[γνώμη]]», Δημ.)<br /><b>2.</b> (για [[στέγη]], πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) [[υποχωρώ]], [[λυγίζω]] («με την ώθηση η [[σκεπή]] ενέδωσε»)<br /><b>μσν.</b><br />[[προστάζω]], [[διατάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] στα χέρια («ἐνδοῦν | ||
αι τήν φιάλην τῷ πάππῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[παρέχω]] («λαβήν ἐνέδωκας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μπήγω]] με [[ορμή]]<br /><b>4.</b> (για χρόνο, [[κατάσταση]] <b>κ.λπ.</b>) παρεμβάλλομαι<br /><b>5.</b> [[προκαλώ]]<br /><b>6.</b> [[εμπνέω]]<br /><b>7.</b> [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]]<br /><b>8.</b> [[παραχωρώ]], [[επιτρέπω]]<br /><b>9.</b> [[ομολογώ]]<br /><b>10.</b> έχω [[κλίση]], [[κλίνω]] («δῆλοί γε μὴν [[ἦσαν]] ἐνδιδόντες οἱ πολλοί πρὸς τὴν εἰρήνην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> (για [[αρρώστια]]) μειώνεται η έντασή μου, [[υποχωρώ]]<br /><b>12.</b> (για δέντρα) [[λυγίζω]]<br /><b>13.</b> (για μάτια και ισχία) [[βαθουλώνω]]<br /><b>14.</b> [[δίνω]] το [[σημείο]] ενάρξεως, [[αρχίζω]] το [[παιχνίδι]] («ἐνέδοσαν τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικόν [[μέλος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>15.</b> (για [[φωτιά]]) [[μισοσβήνω]]<br /><b>16.</b> (για ποταμό) χύνομαι [[μέσα]]<br /><b>17.</b> (για [[αγόρευση]]) [[κάνω]] [[προοίμιο]]<br /><b>19.</b> (το ουδ. πληθ. μέσ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐνδιδόμενα</i><br />τα στρατιωτικά παραγγέλματα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐνδίδωμι)
1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῖν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.)
2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε»)
μσν.
προστάζω, διατάζω
αρχ.
1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῦν
αι τήν φιάλην τῷ πάππῳ», Ξεν.)
2. δίνω, παρέχω («λαβήν ἐνέδωκας», Αριστοφ.)
3. μπήγω με ορμή
4. (για χρόνο, κατάσταση κ.λπ.) παρεμβάλλομαι
5. προκαλώ
6. εμπνέω
7. επιδεικνύω, φανερώνω
8. παραχωρώ, επιτρέπω
9. ομολογώ
10. έχω κλίση, κλίνω («δῆλοί γε μὴν ἦσαν ἐνδιδόντες οἱ πολλοί πρὸς τὴν εἰρήνην», Πλούτ.)
11. (για αρρώστια) μειώνεται η έντασή μου, υποχωρώ
12. (για δέντρα) λυγίζω
13. (για μάτια και ισχία) βαθουλώνω
14. δίνω το σημείο ενάρξεως, αρχίζω το παιχνίδι («ἐνέδοσαν τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικόν μέλος», Αριστοτ.)
15. (για φωτιά) μισοσβήνω
16. (για ποταμό) χύνομαι μέσα
17. (για αγόρευση) κάνω προοίμιο
19. (το ουδ. πληθ. μέσ. μτχ. ως ουσ.) τὰ ἐνδιδόμενα
τα στρατιωτικά παραγγέλματα.