δημιουργώ: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (ΑΝ) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[κατασκευάζω]], [[παράγω]] [[κάτι]] (α. «ἡ [[φύσις]] οὐδὲν δημιουργεῑ [[μάτην]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «δημιούργησε [[έξοχα]] έργα»<br /><b>2.</b> (για τη [[θεία]] [[δύναμη]]) [[φέρνω]] σε ύπαρξη, [[πλάθω]] εκ του μηδενός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]], [[προκαλώ]] [[κάτι]] («η [[γλώσσα]] του δημιούργησε όλη αυτή τη [[χασμωδία]]»)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]]<br /><b>3.</b> (για καλλιτέχνες) [[εκτελώ]] έργα πρωτότυπα («δημιούργησε [[έργο]] καθαρής φαντασίας»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>δημιουργούμαι</i><br />διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δημιουργός]], [[ασκώ]] βιοτεχνικό [[επάγγελμα]] («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)<br /><b>2.</b> έχω το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> έχω κάποια [[πολιτική]] [[αρχή]]<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[διοικώ]], [[διευθύνω]]<br />(«δημιουργεόντων τὰ [[ἱερά]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> διαπλάθω, [[ασκώ]], [[διαμορφώνω]] («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῦν
|mltxt=(-έω) (ΑΝ) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[κατασκευάζω]], [[παράγω]] [[κάτι]] (α. «ἡ [[φύσις]] οὐδὲν δημιουργεῖ [[μάτην]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «δημιούργησε [[έξοχα]] έργα»<br /><b>2.</b> (για τη [[θεία]] [[δύναμη]]) [[φέρνω]] σε ύπαρξη, [[πλάθω]] εκ του μηδενός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]], [[προκαλώ]] [[κάτι]] («η [[γλώσσα]] του δημιούργησε όλη αυτή τη [[χασμωδία]]»)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]]<br /><b>3.</b> (για καλλιτέχνες) [[εκτελώ]] έργα πρωτότυπα («δημιούργησε [[έργο]] καθαρής φαντασίας»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>δημιουργούμαι</i><br />διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δημιουργός]], [[ασκώ]] βιοτεχνικό [[επάγγελμα]] («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)<br /><b>2.</b> έχω το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> έχω κάποια [[πολιτική]] [[αρχή]]<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[διοικώ]], [[διευθύνω]]<br />(«δημιουργεόντων τὰ [[ἱερά]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> διαπλάθω, [[ασκώ]], [[διαμορφώνω]] («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῦν
τι τον [[υἱόν]]»)<br /><b>6.</b> <i>τα δημιουργούμενα</i><br />τα προϊόντα τών τεχνών.
τι τον [[υἱόν]]»)<br /><b>6.</b> <i>τα δημιουργούμενα</i><br />τα προϊόντα τών τεχνών.
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 13 October 2022

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΝ) δημιουργός
1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῖ μάτην», Αριστοτ.
β. «δημιούργησε έξοχα έργα»
2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ του μηδενός
νεοελλ.
1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα του δημιούργησε όλη αυτή τη χασμωδία»)
2. επινοώ, μηχανεύομαι, σκαρώνω
3. (για καλλιτέχνες) εκτελώ έργα πρωτότυπα («δημιούργησε έργο καθαρής φαντασίας»)
4. παθ. δημιουργούμαι
διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι
αρχ.
1. είμαι δημιουργός, ασκώ βιοτεχνικό επάγγελμα («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)
2. έχω το αξίωμα του δημιουργού
3. γεν. έχω κάποια πολιτική αρχή
4. (με αιτ.) διοικώ, διευθύνω
(«δημιουργεόντων τὰ ἱερά», επιγρ.)
5. διαπλάθω, ασκώ, διαμορφώνω («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῦν τι τον υἱόν»)
6. τα δημιουργούμενα
τα προϊόντα τών τεχνών.