ἐπεισβάλλω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - " »" to "»") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεισβάλλω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διαπερνώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπεισβάλλω]] εἰς τὸν νοῦν» — [[ξαναφέρνω]] στη [[σκέψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]] («ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον | |mltxt=[[ἐπεισβάλλω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διαπερνώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπεισβάλλω]] εἰς τὸν νοῦν» — [[ξαναφέρνω]] στη [[σκέψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]] («ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ' ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισβάλλω]] [[ξανά]] («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πυρετό) [[προσβάλλω]] για δεύτερη [[φορά]]<br /><b>4.</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
A throw into besides, ποτῷ E.El.498. II intr., invade again, Th.3.13; of a double attack of fever, Gal.7.352; simply, attack, τῇ ἀγέλῃ Palaeph.1.
German (Pape)
[Seite 911] (s. βάλλω), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ χύνω ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ εἶναι εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις ποτήριον ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσβάλλω ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.
French (Bailly abrégé)
se jeter sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἰσβάλλω.
Greek Monolingual
ἐπεισβάλλω (AM)
μσν.
1. διαπερνώ
2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῦν» — ξαναφέρνω στη σκέψη
αρχ.
1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ' ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.)
2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.)
3. (για πυρετό) προσβάλλω για δεύτερη φορά
4. προσβάλλω, επιτίθεμαι.
Greek Monotonic
ἐπεισβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
I. ρίχνω επιπλέον μέσα σε κάτι, προσθέτω, τί τινι, σε Ευρ.
II. αμτβ., εισβάλλω ξανά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισβάλλω: староатт. ἐπεσβάλλω
1) подбрасывать, добавлять (σκύφον ποτῷ Eur.);
2) вторгаться, производить нападение (ναυσί τε καὶ πεζῷ Thuc.).
Middle Liddell
fut. -βᾰλῶ
I. to throw into besides, τί τινι Eur.
II. intr. to invade again, Thuc.