ἄκλαυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄκλαυστος <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.)<br /><b class="num">1</b> [[no llorado]], [[sin llanto de duelo]] Πάτροκλος <i>Il</i>.22.386, cf. <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα <i>Od</i>.11.54, θάνατος Sol.22.5, A.<i>Eu</i>.565, E.<i>Hec</i>.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. φίλων S.<i>Ant</i>.847.<br /><b class="num">2</b> [[no susceptible de ser llorado o lamentado]], [[inmortal]] ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.<i>Andr</i>.1235.<br /><b class="num">3</b> [[que no sufre]], [[que no llora o vierte lágrimas]] οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι <i>Od</i>.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes</i> S.<i>El</i>.912, ὄμματα A.<i>Th</i>.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.<i>D</i>.15.386, <i>Par.Eu.Io</i>.11.35, de Alcestis, E.<i>Alc</i>.173.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄκλαυστος <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.)<br /><b class="num">1</b> [[no llorado]], [[sin llanto de duelo]] Πάτροκλος <i>Il</i>.22.386, cf. <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα <i>Od</i>.11.54, θάνατος Sol.22.5, A.<i>Eu</i>.565, E.<i>Hec</i>.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. φίλων S.<i>Ant</i>.847.<br /><b class="num">2</b> [[no susceptible de ser llorado o lamentado]], [[inmortal]] ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.<i>Andr</i>.1235.<br /><b class="num">3</b> [[que no sufre]], [[que no llora o vierte lágrimas]] οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι <i>Od</i>.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes</i> S.<i>El</i>.912, ὄμματα A.<i>Th</i>.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.<i>D</i>.15.386, <i>Par.Eu.Io</i>.11.35, de Alcestis, E.<i>Alc</i>.173.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:55, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλαυτος Medium diacritics: ἄκλαυτος Low diacritics: άκλαυτος Capitals: ΑΚΛΑΥΤΟΣ
Transliteration A: áklautos Transliteration B: aklautos Transliteration C: aklaftos Beta Code: a)/klautos

English (LSJ)

or ἄκλαυστος (the latter form has less Ms. authority), ον: (κλαίω): I Pass., unwept, esp. without funeral lamentation, Il.22.386, Od.11.54, Sol.21; ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu.565: c. gen., φίλων ἄκλαυτος S.Ant.847: in E.Andr.1235 Thetis says, ἐγὼ γάρ, ἣν ἄκλαυτα χρῆν τίκτειν τέκνα... i.e. children not liable to death. II Act., unweeping, tearless, οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, cf.A.Th.696, E.Alc.173:—in S.El.912, = χαίρων, with impunity.

German (Pape)

[Seite 73] Hom. viermal, Iliad. 22, 386 κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος, unbeweint; Od. 11, 54 σῶμα γὰρ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον; 72 μή μ' ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν; – Od. 4. 494 οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπὴν εὗ πάντα πύθηαι, nicht weinend, thränenlos; – Soph. Ant. 847 φίλων ἄκλαυτος, von Freunden nicht beweint.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλαυτος: ἢ ἄκλαυστος, ον, ὁ πρῶτος εἶναιμόνος τύπος, ὃν ἔχει ὁ Ὅμηρος, ἴσως δὲ καὶ οἱ Τραγικοί: (κλαίω): Ι. παθ., ὁ μὴ κλαυθείς, ἰδίως ἄνευ τοῦ ἐπικηδείου θρήνου, Ἰλ. Χ. 386, Ὀδ. Λ. 54, Σόλων 21· ὤλετ’ ἄκλαυτος, ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· μετὰ γεν. φίλων ἄκλαυτος, Σοφ. Ἀντ. 847. ― Ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1235 ἡ Θέτις λέγει, ἐγὼ γὰρ ἢν ἄκλαυτ’ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα ..., ὅ ἐ. τέκνα μὴ ὑποκείμενα εἰς θάνατον. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κλαίων, μὴ δακρύων, οὐδὲ σέ φημι δήν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, Ὀδ. Δ. 494, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 696, Εὐρ. Ἄλκ. 173. ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 912 = χαίρων, ἀφόβως, νηποινεί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mieux que ἄκλαυστος;
1 non pleuré : ἄκλαυτος φίλων SOPH non pleurée par mes amis;
2 qui n’a pas pleuré ou ne pleure pas ; particul. qui ne pleure pas (parce qu’il échappe au châtiment), sans avoir lieu de s’en repentir, impuni.
Étymologie: ἀ, κλαίω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἄκλαυστος AP 7.247 (Alc.Mess.)
1 no llorado, sin llanto de duelo Πάτροκλος Il.22.386, cf. AP 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα Od.11.54, θάνατος Sol.22.5, A.Eu.565, E.Hec.30
c. gen. subjet. φίλων S.Ant.847.
2 no susceptible de ser llorado o lamentado, inmortal ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.Andr.1235.
3 que no sufre, que no llora o vierte lágrimas οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes S.El.912, ὄμματα A.Th.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.D.15.386, Par.Eu.Io.11.35, de Alcestis, E.Alc.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλαυτος, -ον) και άκλαυστος
1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος
«τον έθαψαν άκλαυτο»
«νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ.
2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί
«άκλαυτο παιδί»
αρχ.
«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί συγκίνηση, δεν φέρνει κλάματα
«ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε νεκρός αγέλαστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + ἔκλαυσα < κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκλαυτεὶ (-τὶ) και ἀκλαυστεὶ (-τί].

Greek Monotonic

ἄκλαυτος: ή ἄ-κλαυστος, -ον, άκλαυτος, αθρήνητος, σε Όμηρ.· (κλαίω
I. Παθ., αυτός που δεν θρηνολογήθηκε, φίλων, από φίλους, σε Σοφ.· ἄκλαυτα τέκνα, δηλ. παιδιά που δεν υπόκεινται σε θάνατο, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν κλαίει, ο χωρίς δάκρυα, αδάκρυτος, σε Ομήρ. Οδ.
2. σε Σοφ. = χαίρων, με ατιμωρησία, άφοβα.

English (Woodhouse)

(see also: ἄκλαυστος) with impunity

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)