κελεός: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελεός]], ὁ (Α)<br />[[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[χτυπώ]], [[κόβω]], [[σχίζω]]», εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εός</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>εFός</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κελεός]], ὁ (Α)<br />[[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[χτυπώ]], [[κόβω]], [[σχίζω]]», εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εός</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>εFός</i>), [[πρβλ]]. [[γαλεός]], [[ειλεός]], και συνδέεται με [[κελεΐς]] [[ἀξίνη]] ([[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b>), [[κελοί]]<br /><i>ξύλα</i> ([[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b>), [[κόλος]], [[κολάπτω]] «[[χτυπώ]], [[τρυπώ]] (με το [[ράμφος]])» και πιθ. με λιθουαν. <i>kulti</i> «[[αλωνίζω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:34, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, 610a9.
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, ein Waldvogel, Arist. H. A. 8, 3. 9, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κελεός: ἡ, πράσινος δρυοκολάπτης (ὁ Σουΐδ. καὶ ὁ Μέγ. Ἐτυμ. ὄρνεον ταχύτατον ἀπὸ τοῦ κέλλειν = ταχέως βαδίζειν), Picus viridis, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8., 9. 1, 27.- «Κελεός, ἥρως Ἀθηναῖος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: DELG rien de sûr.
Greek Monolingual
κελεός, ὁ (Α)
πράσινος δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kel- «χτυπώ, κόβω, σχίζω», εμφανίζει επίθημα -εός (πιθ. < -εFός), πρβλ. γαλεός, ειλεός, και συνδέεται με κελεΐς ἀξίνη (γλώσσα του Ησύχ.), κελοί
ξύλα (γλώσσα του Ησύχ.), κόλος, κολάπτω «χτυπώ, τρυπώ (με το ράμφος)» και πιθ. με λιθουαν. kulti «αλωνίζω»].
Russian (Dvoretsky)
κελεός: ὁ предполож. дятел Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: green woodpecker, Picus viridis (Arist.).
Compounds: PG [Pre-Greek]
Derivatives: Formation like γαλεός, θυρεός, εἰλεός a. o. (Chantraine Formation 51). Perh. as "the hacker, cutter" v. s. with κελοί = ξύλα (H. s. κελέοντας) to κολάπτω, κόλος (s. vv.)?. Acc. to Bechtel KZ 44, 357 to Lith. kùlti thresh; doubts in Kretschmer Glotta 5, 309. Huber Comm. Aenip. 9, 16 sees in the variating tradition (vv. ll. καλιός, κολιός etc.) a sign of foreign origin. Some see a diminutive in κελεΐς ἀξίνη H. ("the hacking"). That the variation points to a Pre-Greek word is probable.
Frisk Etymology German
κελεός: {keleós}
Grammar: m.
Meaning: Grünspecht, Picus viridis (Arist.).
Derivative: Eine Deminutivbildung scheint in κελεΐς· ἀξίνη H. ("die Hauerin") vorzuliegen.
Etymology : Bildung wie γαλεός, θυρεός, εἰλεός u. a. (Chantraine Formation 51) und letzten Endes wohl als "der Hauer" od. ähnl. mit κελοί = ξύλα (H. s. κελέοντας) zu κολάπτω, κόλος (s. dd.). Nach Bechtel KZ 44, 357 zu lit. kùlti dreschen; Zweifel bei Kretschmer Glotta 5, 309. Huber Comm. Aenip. 9, 16 sieht in der schwankenden Überlieferung (vv. ll. καλιός, κολιός usw.) ein Indiz fremder Herkunft.
Page 1,815