καχήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰχήμερος:''' влачащий жалкое существование Anth.
|elrutext='''κᾰχήμερος:''' [[влачащий жалкое существование]] Anth.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχήμερος Medium diacritics: καχήμερος Low diacritics: καχήμερος Capitals: ΚΑΧΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: kachḗmeros Transliteration B: kachēmeros Transliteration C: kachimeros Beta Code: kaxh/meros

English (LSJ)

ον, A passing an unhappy day, AP9.508 (Pall.); v.l. κακ-.

German (Pape)

[Seite 1409] böse Tage habend, kümmerlich lebend, Ggstz καλήμερος, Pallad. 143 (IX, 508).

Greek (Liddell-Scott)

καχήμερος: -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, ἄθλιος, ἀντίθ. καλήμερος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui passe sa vie tristement.
Étymologie: κακός, ἡμέρα.

Greek Monolingual

καχήμερος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-, με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου) + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακροήμερος, ολήμερος].

Greek Monotonic

κᾰχήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διέρχεται άσχημες μέρες, άθλιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰχήμερος: влачащий жалкое существование Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καχήμερος -ον [κακός, ἡμέρα] ongelukkig.

Middle Liddell

κᾰχ-ήμερος, ον ἡμέρα
living bad days, wretched, Anth.