ἀπονέομαι: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - " syll." to " syllable") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονέομαι''': ἀποθ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ | |lstext='''ἀπονέομαι''': ἀποθ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον κατ' ἐνεστ. ([[ἐνίοτε]] μετὰ σημασ. μέλλ.), καὶ παρατ., ἀείποτε ἐν τῷ τέλει τοῦ στίχου μετὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάγκῃ τοῦ μέτρου, ἀπονέεσθαι Ἰλ. Β. 113, κτλ.· ἀπονέονται Ὀδ. Ε. 27· ἀπονέοντο Ἰλ. Γ. 313, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:59, 31 January 2022
English (LSJ)
A go away, depart, freq in Hom., only in pres. (sts. with fut. sense, as Il.2.113) and impf., always at the end of the line, with the first syllable long, metri gr., ἀπονέεσθαι Il. l. c., etc.; ἀπονέωνται Od. 5.27; ἀπονέοντο Il.3.313, al.
German (Pape)
[Seite 316] (s. νέομαι), nur praes. u. impf., weggehen, zurückkehren; Hom. oft ἀπονέεσθαι, z. B. Iliad. 2, 113; απονέωνται Od. 5, 27; ἀπονεοίμην Iliad. 21, 561; ἀπονέοντο Iliad. 3, 313. 15, 305. 24, 330; – sp. D. [α des Metrums wegen].
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονέομαι: ἀποθ. ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον κατ' ἐνεστ. (ἐνίοτε μετὰ σημασ. μέλλ.), καὶ παρατ., ἀείποτε ἐν τῷ τέλει τοῦ στίχου μετὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάγκῃ τοῦ μέτρου, ἀπονέεσθαι Ἰλ. Β. 113, κτλ.· ἀπονέονται Ὀδ. Ε. 27· ἀπονέοντο Ἰλ. Γ. 313, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. inf. ἀπονέεσθαι, sbj. 3ᵉ pl. ἀπονέωνται, opt. ἀπονεοίμην, impf. 3ᵉ pl. ἀπονέοντο;
aller, retourner.
Étymologie: ἀπό, νέομαι.
English (Autenrieth)
subj. ἆπονέωνται, inf. ἆπονέεσθαι, ipf. ἆπονέοντο (the ᾶ is a necessity of the rhythm, and the place of these forms is at the end of the verse): return, go home; in Od. 15.308 the word applies to the real Odysseus rather than to his assumed character.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ἀπονε- medido -υ]
• Morfología: [sólo tema de pres.]
regresar, volverse προτὶ Ἴλιον Il.3.313, ὥς κε ... ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται Od.5.27, Ἴλιον ἐκπέρσαντ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι Il.2.113, ζωὸν ἀπὸ πτολέμοιο ... ἀπονέεσθαι Q.S.3.262, ποτὶ τύμβον Ἀχιλλέος ἀπονέοντο Q.S.14.257.
Greek Monolingual
ἀπονέομαι (Α)
απέρχομαι, αναχωρώ.
Greek Monotonic
ἀπονέομαι: αποθ., απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ, σε Όμηρ. [ᾱ, χάριν του μέτρου].
Russian (Dvoretsky)
ἀπονέομαι:
I уходить, отправляться или возвращаться Hom.
II med. к ἀπονέω.