ἑκατηβόλος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekativolos | |Transliteration C=ekativolos | ||
|Beta Code=e(kathbo/los | |Beta Code=e(kathbo/los | ||
|Definition=ον, Dor. ἑκατᾱ - ([[quod vide|q.v.]]), [[epithet]] of Apollo, Hom., Hes.: as [[substantive]], <span class="bibl">Il.15.231</span>; also of Artemis, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>9.6</span>. (Expld. by the ancients as, = | |Definition=ον, Dor. ἑκατᾱ - ([[quod vide|q.v.]]), [[epithet]] of Apollo, Hom., Hes.: as [[substantive]], <span class="bibl">Il.15.231</span>; also of Artemis, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>9.6</span>. (Expld. by the ancients as, = [[far-darting]], Hsch., etc. (or, [[shooting a hundred]] [[βέλη]], Id.); but perhaps originally, [[hitting the mark at will]], cf. [[ἑκάεργος]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:25, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, Dor. ἑκατᾱ - (q.v.), epithet of Apollo, Hom., Hes.: as substantive, Il.15.231; also of Artemis, h.Hom.9.6. (Expld. by the ancients as, = far-darting, Hsch., etc. (or, shooting a hundred βέλη, Id.); but perhaps originally, hitting the mark at will, cf. ἑκάεργος.)
German (Pape)
[Seite 752] ὁ, weithin treffend, Beiname des Apollo, oft Hom., Hes.; Pind. P. 8, 64, der auch τόξοι Μοισᾶν so nennt, Ol. 9, 5; der Artemis, H. h. 8, 6. Als subst., ὁ (Apollo), Il. 15, 231.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτηβόλος: -ον, (ἑκάς, βάλλω) ὁ μακρὰν βάλλων, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὅμ. καὶ Ἡσ.· ὡς οὐσιαστ., Ἰλ. Ο. 231. - Πρβλ. ἑκηβόλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance ses traits au loin.
Étymologie: ἕκατος, βάλλω.
English (Autenrieth)
(ϝέκατος, βάλλω): fardarting, epithet of Apollo; subst., the ‘far-darter,’ Il. 15.231.
Greek Monolingual
ἑκατηβόλος, -ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α)
αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από μακριά». Δυσκολίες παρέχει η ερμηνεία του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι εξής υποθέσεις: α) < εκατόν, οπότε ο τ. θα είχε τη μορφή εκατόμ-βολος και η σημασία του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια»
β) < εκηβόλος με παρετυμολογική επίδραση του εκατόν και γ) από συμφυρμό τών εκηβόλος και Έκατος (προσωνυμία του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο επίθετο του Απόλλωνος εκατηβελέτης, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω. Η λ. αποτελεί προφανώς παρεκτεταμένο τ. σε -της του εκατηβελής (πρβλ. αιειγενέτης < αιειγενης), κατά το εριβρεμέτης].
Greek Monotonic
ἑκᾰτηβόλος: -ον (ἑκάς, βάλλω), αυτός που σημαδεύει από μακριά, επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκᾰτηβόλος: дор. ἑκατᾱβόλος 2 Hom., HH, Hes., Pind. = ἑκάεργος.
Middle Liddell
ἑκᾰτη-βόλος, ον ἑκάς, βάλλω
far-shooting, epithet of Apollo, Hom., Hes.; as substantive the far-darter, Il.