σφονδύλη: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. [[σπονδύλη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμου που ζει στις ρίζες τών [[φυτών]], πιθ. [[είδος]] σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη [[οσμή]]<br /><b>2.</b> (ο τ. [[σπονδύλη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[γαλῆ]] παρ' | |mltxt=και δ. γρφ. [[σπονδύλη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμου που ζει στις ρίζες τών [[φυτών]], πιθ. [[είδος]] σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη [[οσμή]]<br /><b>2.</b> (ο τ. [[σπονδύλη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[γαλῆ]] παρ' Ἀττικοῖς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. [[λέξη]], η οποία χρησιμοποιείται για ένα [[είδος]] εντόμου [[αλλά]] και για ένα [[είδος]] γαλής, νυφίτσας (στον τ. [[σπονδύλη]]), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη [[οσμή]]. Η λ. <i>σφονδ</i>-<i>ύλη</i> / <i>σπονδ</i>-<i>ύλη</i> (για την [[εναλλαγή]] δασέος - κλειστού συμφώνου <b>πρβλ.</b> [[σπόνδυλος]]: [[σφόνδυλος]], [[σπόγγος]]: [[σφόγγος]]) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύλη</i>, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> <i>κανθ</i>-<i>ύλη</i>, <i>κορδ</i>-<i>ύλη</i>). Συζητήσιμη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[σπόνδυλος]]. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>spondyle</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, A an insect which lives on the roots of plants, prob. a kind of beetle, which has a strong smell when attacked, Ar. Pax1078(hex.), cf. Arist.HA542a10 (v.l. σπονδύλη), 604b19, Thphr. HP9.14.3. II σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφονδύλη: ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ σπονδύλη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς εἶδος κανθάρου ἐκπέμποντος λίαν ἰσχυρὰν ὀσμὴν ὁπόταν προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. σπονδύλη), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.]
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
insecte qui s’attaque aux racines des plantes, courtilière, taupin, scarabée ou blatte.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α
1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή
2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία χρησιμοποιείται για ένα είδος εντόμου αλλά και για ένα είδος γαλής, νυφίτσας (στον τ. σπονδύλη), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη οσμή. Η λ. σφονδ-ύλη / σπονδ-ύλη (για την εναλλαγή δασέος - κλειστού συμφώνου πρβλ. σπόνδυλος: σφόνδυλος, σπόγγος: σφόγγος) εμφανίζει επίθημα -ύλη, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κανθ-ύλη, κορδ-ύλη). Συζητήσιμη παραμένει η σύνδεση της λ. με τον τ. σπόνδυλος. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. spondyle].
Greek Monotonic
σφονδύλη: [ῡ], ἡ, είδος σκαθαριού (βρομούσα), που τρέφεται με ρίζες φυτών και όταν χτυπηθεί αναδίδει μια πολύ δυνατή οσμή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σφονδύλη: (ῡ) ἡ земляной жук или клоп (обгрызающий корни растений) Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφονδύλη -ης, ἡ [~ σφόνδυλος?] insect dat vreselijke winden laat als het in gevaar is, missch. bombardeerkever.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kind of earth-beetle (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Unexplained; for the formation cf. κορδύλη, σχενδύλη a.o. With formally close σφόν-δυλος no connection has been established. Lat. LW [loanword] sphondyle, -lum, -lium. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix -υλ-). It may have σπονδ- from *σπανδ- with ο < α before υ.
Middle Liddell
σφονδύ¯λη, ἡ,
a kind of beetle, Ar.
Frisk Etymology German
σφονδύλη: {sphondú̄lē}
Grammar: f.
Meaning: Art Erdkäfer (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς H.
Etymology : Unerklärt; zur Bildung vgl. κορδύλη, σχενδύλη u.a. Zum formal naheliegenden σφόνδυλος ist noch keine semantische Brücke geschlagen. Lat. LW sphondyle, -lum, -lium.
Page 2,832