ὁμωρόφιος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0344.png Seite 344]] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0344.png Seite 344]] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />v. [[ὁμώροφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμωρόφιος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. [[ὁμόσπονδος]])· - ὁμορόφιος [[εἶναι]] [[τύπος]] ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
|lstext='''ὁμωρόφιος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. [[ὁμόσπονδος]])· - ὁμορόφιος [[εἶναι]] [[τύπος]] ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />v. [[ὁμώροφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμωρόφιος Medium diacritics: ὁμωρόφιος Low diacritics: ομωρόφιος Capitals: ΟΜΩΡΟΦΙΟΣ
Transliteration A: homōróphios Transliteration B: homōrophios Transliteration C: omorofios Beta Code: o(mwro/fios

English (LSJ)

ον, (ὄροφος) being under the same roof with or lodging under the same roof with, τινι Antipho 5.11, D.18.287, 21.118 : abs., Opp.H.5.418 : ὁμορόφιος is f.l. in codd., e.g. of Str.9.3.5, Gal.14.215.

German (Pape)

[Seite 344] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
v. ὁμώροφος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμωρόφιος: -ον, (ὄροφος) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. ὁμόσπονδος)· - ὁμορόφιος εἶναι τύπος ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.

Greek Monolingual

ὁμωρόφιος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. υπ-ωρόφιος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁμωρόφιος: -ον (ὄροφος), αυτός που κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με κάποιον άλλο, με δοτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμωρόφιος: живущий под одной крышей, т. е. в одном доме (τινι Dem.).

Middle Liddell

ὁμ-ωρόφιος, ον, ὄροφος
lodging under the same roof with another, c. dat., Dem., Babr.

English (Woodhouse)

living under the same roof

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)