ἀποψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "folld." to "followed")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποψηφίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> голосовать против, отвергать, отклонять (τι Isae., Dem.; γραφήν Aeschin.; νόμον Plat.; τὸν θρίαμβον Plut.); проваливать на выборах, отводить (τινα Plut.): [[κύριος]] ἀποψηφιζόμενος Arst. имеющий право отклонять (вето); ἀποψηφίσασθαι μὴ ποιεῖν τι Xen., Dem. решить не делать чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> исключать из состава граждан (τινος Aeschin., Dem.): ἀποψηφισθῆναι τοῦ πολιτεύματος Dem. быть лишенным гражданства;<br /><b class="num">3)</b> отводить обвинение, оправдывать по суду (Plat.; τινος Lys., Dem., Arst.).
|elrutext='''ἀποψηφίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> голосовать против, отвергать, отклонять (τι Isae., Dem.; γραφήν Aeschin.; νόμον Plat.; τὸν θρίαμβον Plut.); проваливать на выборах, отводить (τινα Plut.): [[κύριος]] ἀποψηφιζόμενος Arst. имеющий право отклонять (вето); ἀποψηφίσασθαι μὴ ποιεῖν τι Xen., Dem. решить не делать чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> исключать из состава граждан (τινος Aeschin., Dem.): ἀποψηφισθῆναι τοῦ πολιτεύματος Dem. быть лишенным гражданства;<br /><b class="num">3)</b> [[отводить обвинение]], [[оправдывать по суду]] (Plat.; τινος Lys., Dem., Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[vote]] [[away]] from, θάνατον ἀπ. τινός to [[vote]] [[death]] [[away]] from him, [[refuse]] to [[condemn]] him to [[death]], opp. to καταψηφίζεσθαι, Lycurg.:—[[hence]] ἀπ. τινός to [[vote]] a [[charge]] [[away]] from one, i. e. to [[acquit]] him, Dem., etc.:—absol. to [[vote]] an [[acquittal]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[vote]] the [[franchise]] [[away]] from one, i. e. to [[disfranchise]] by [[vote]], Dem.:— Pass. to be [[disfranchised]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. rei, of judges, ἀπ. γραφήν to [[vote]] [[against]] receiving the [[indictment]], Aeschin.<br /><b class="num">III.</b> ἀπ. μὴ ποιεῖν τι to [[vote]] [[against]] doing, Xen.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[vote]] [[away]] from, θάνατον ἀπ. τινός to [[vote]] [[death]] [[away]] from him, [[refuse]] to [[condemn]] him to [[death]], opp. to καταψηφίζεσθαι, Lycurg.:—[[hence]] ἀπ. τινός to [[vote]] a [[charge]] [[away]] from one, i. e. to [[acquit]] him, Dem., etc.:—absol. to [[vote]] an [[acquittal]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[vote]] the [[franchise]] [[away]] from one, i. e. to [[disfranchise]] by [[vote]], Dem.:— Pass. to be [[disfranchised]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. rei, of judges, ἀπ. γραφήν to [[vote]] [[against]] receiving the [[indictment]], Aeschin.<br /><b class="num">III.</b> ἀπ. μὴ ποιεῖν τι to [[vote]] [[against]] doing, Xen.
}}
}}

Revision as of 17:13, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποψηφίζομαι Medium diacritics: ἀποψηφίζομαι Low diacritics: αποψηφίζομαι Capitals: ΑΠΟΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apopsēphízomai Transliteration B: apopsēphizomai Transliteration C: apopsifizomai Beta Code: a)poyhfi/zomai

English (LSJ)

Att. fut. A -ῐοῦμαι D.22.45: Dep., c. pf. Pass., D.C. 39.55:—vote away from, opp. καταψηφίζομαι, θάνατον ἀ. τινός vote death away from him, refuse to condemn him to death, Lycurg. 149. 2 refuse to elect, τινά Plu.Cor.15. II ἀ. τινός (gen. pers.), 1 vote a charge away from one, i.e. acquit, Antipho 5.96, Lys.12.90, D.18.250; τινός Id.19.212: abs., vote an acquittal, Pl.Ap. 34d, 39e; ἀ. τινὸς ὡς οὐκ ἀδικεῖ Arist.Pr.951b1. 2 vote the franchise away from one, disfranchise, D.57.11; τοῦ παιδός Id.59.59, cf. Aeschin.1.114; ἀ. μὴ εἶναι ἐλεύθερον Arist.Ath. 42.1:—Pass., τὸν ἀποψηφισθέντα Ἀντιφῶντα D.18.132; δικαίως ἔστ' ἀπεψηφισμένος Aristopho 11.1; ἀ. τοῦ πολιτεύματος Plu.Phoc.28. III c. acc. rei, reject: of judges, ἀ. γραφήν vote against receiving the indictment, Aeschin.3.230; ἀ. τὸν νόμον (with play on νόμος 'tune') Pl.Lg.800d; ἀ. ἃ Διοπείθης κατεψηφίσατο Is.5.34, cf. D.20.164; ἀποψηφιζόμενον μὲν κύριον δεῖ ποιεῖν τὸ πλῆθος to give them an absolute power of rejection, Arist.Pol.1298b35. IV followed by μή c. inf., vote against doing, X.HG3.5.8,D.19.174; so ἢν δ' ἀποψηφίσωνται (sc. μὴ ἕπεσθαι) X.An.1.4.15; ἀποψηφίσασθαι ἔφη Id.HG7.3.2.—Act. only -ψηφίζοντες: refragantes, Gloss.

German (Pape)

[Seite 337] med., 1) durch seine Stimme lossprechen, für die Freisprechung stimmen, Plat. Apol. 34 b; τινός, öfter bei Rednern, Ggstz καταψηφίζεσθαι Antiph. 6, 10; Lys. 6, 37; Dem. 59, 111. – 2) durch Abstimmen verwerfen, absol., Xen. An. 1, 4, 15 u. sonst; νόμον Plat. Legg. VII. 800 d; dagegen stimmen, μή c. inf., Xen. Hell. 3, 5, 8; Din. 2, 9; Dem. 19, 174. Ggstz δέχομαι 10, 34; ausstoßen, aus einem Demos, 57, 11. 56; vgl. ἔστ' ἀπεψηφισμένος ὑπὸ τῶν θεῶν Ἔρως Aristophon. Ath. XIII, 563 b; ἀποψηφίζεται τοῦ πολιτεύματος Plut. Phoc. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποψηφίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι: ἀποθ. μετὰ παθ. πρκμ. Δίων Κ. 39. 55: - δὲν ῥίπτω τὴν ψῆφόν μου ἐναντίον τινός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ καταψηφίζομαι, ὑμῶν δ’ ἕκαστον χρὴ νομίζειν, τὸν Λεωκράτους ἀποψηφιζόμενον θάνατον τῆς πατρίδος καὶ ἀνδραποδισμὸν καταψηφίζεσθαι Λυκοῦργ. 169. 11 (ἔκδ. Κοραῆ σ. 43): - ἐντεῦθεν. Ι. ἀπ. τινὸς (γεν. προσωπ.), 1) διὰ τῆς ψήφου μου ἀπομακρύνω τὴν κατηγορίαν ἀπὸ τινος, ἀθῳῶ αὐτόν, Ἀντιφῶν 140. 42· Λυσ. 128. 31, Δημ. 310. 17, 407. 8, κτλ. ἀπολ. βάλλω τὴν ψῆφόν μου ὑπέρ τῆς ἀθῳώσεώς τινος, Πλάτ. Ἀπολ. 34D· 39Ε: ἀπ. ὡς οὐκ. ἀδικεῖ Ἀριστ. Πρβλ. 29. 13, 5. 2) διὰ τῆς ψήφου μου, ὡς δημότου, ἀποστερῶ τινα τῶν πολιτικῶν αὑτοῦ δικαιωμάτων, Δημ. 1302, 14, 1365. 14: Αἰσχίν. 16. 14· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. ἀποστεροῦμαι τῶν πολιτικῶν μου δικαιωμάτων: τὸν ἀποψηφισθέντα Ἀντιφῶντα Δημ. 271. 6· εἶτ’ οὐ δικαίως ἔστ’ ἀπεψηφισμένος…; Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· ὡσαύτως, ἀποοψηφισθῆναι τοῦ πολιτεύματος Πλουτ. Φωκ. 28. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπὶ δικαστῶν, ἀπ. γραφήν, δίδω τὴν ψῆφόν μου, ἐναντίον τῆς παραδοχῆς καταγγελίας, Αἰσχίν. 86. 31· ἀπ. τὸν νόμον, ἀπορρίπτω τὸν νόμον, Πλάτ. Νόμ. 800D· ἀπ. ἅ Διοπείθης κατεψηφίσατο Ἰσαῖος 54.19, πρβλ. Δημ. 507. 15· ἀποψηφιζόμενον μὲν κύριον δεῖ ποιεῖν τὸ πλῆθος, νὰ δώσῃ τις εἰς τὸ πλῆθος ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἀπορρίψεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙΙ. ἀκολουθοῦντος τοῦ μὴ μετ’ ἀπαρεμ., δίδω τὴν ψῆφόν μου ἐναντίον τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 8· Δημ. 396. 2· οὕτως, ἤν δ’ ἀποψηφίσωνται (ἐνν. μὴ ἕπεσθαι) Ξεν. Ἀν. 1. 4, 15· ἀποψηφίσασθαι ἔφη (ἐνν. μὴ ἀφίστασθαι) ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 3, 2. Πρβλ. ἀποχειροτονέω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποψηφίσομαι, att. ἀποψηφιοῦμαι;
1 écarter par son vote, exclure, par un vote, du dème ou de la cité : τινος qqn litt. se séparer de qqn par un vote ; Pass. être exclu : τοῦ πολιτεύματος PLUT être écarté du gouvernement;
2 absoudre par son vote, acquitter : τινος qqn.
Étymologie: ἀπό, ψηφίζομαι.

Spanish (DGE)

I c. ἀπό negativo
1 rechazar por votación, votar en contra c. ac. de abstr. τὸν νόμον Pl.Lg.800d, D.C.36.42.3, ἀποψηφίσασθαι τὴν γραφήν no admitir la demanda Aeschin.3.230, ἀ. ἃ Διοπείθης κατεψηφίσατο Is.5.34, τὴν ἐπικουρίαν D.C.39.55.1
c. μή e inf. votar en contra de μὴ εἶναι ἐλεύθερον Arist.Ath.42.1, μὴ συστρατεύειν αὐτοῖς X.HG 3.5.8, μὴ πέμπειν (τὴν ἐπιστολήν) D.19.174
abs. votar en contra ἐὰν δὲ ψηφισαμένων τῶν Θιασωτῶν εἶναι αὐτοῖς φράτερα οἱ ἄλλοι φράτερες ἀποψηφίσωνται si los tiasotas votan que uno sea miembro de su fratría y los demás miembros de la fratría votan en contra, IG 22.1237.90, cf. 95, 98 (IV a.C.), cf. IG 7.2383.5 (Corsia, Beocia IV/III a.C.), μετ' ὀλίγων ἀποψηφίσασθαι ἔφη X.HG 7.3.2, An.1.4.15, ἀποψηφιζόμενον μὲν γὰρ κύριον δεῖ ποιεῖν τὸ πλῆθος hay que hacer al pueblo dueño de poder rechazar Arist.Pol.1298b35, cf. D.57.11, Aeschin.1.114, tb. en v. act. ἀποψηφίσοντες refragantes, Gloss.2.171.
2 no elegir, rechazar c. ac. de pers. τὸν Μάρκιον Plu.Cor.15
c. ac. de pers. y gen. de cosa αὐτὸν ... ἀπεψηφίζοντο τῆς νίκης lo privaron del triunfo mediante el voto Philostr.VS 616
c. gen. privar de τοῦ μάρτυρος Is.2.44
tb. en act. rechazar (?) ἀχρ(ε)ί(α)? EDE 4.127
tb. en v. pas. esp. de la privación de derechos, la no admisión en la fratría, familia, etc. ser rechazado, expulsado, no ser admitido en τὸν ἀποψηφισθέντ' Ἀντιφῶντα D.18.132, de Eros οὐ δικαίως ἔστ' ἀπεψηφισμένος ὑπὸ τῶν θεῶν Aristopho 11.1, τῶν δ' ἀποψηφισθέντων τοῦ πολιτεύματος Plu.Phoc.28, cf. D.C.83.2
tb. c. gen. ἀποψηφίζονται τοῦ παιδός no admiten al niño (en el genos) D.59.59.
II c. ἀπό separativo
1 absolver c. gen. de pers. ἀποψηφίσασθε μου Antipho 5.96, cf. D.18.250, τούτου Lys.12.90, αὐτοῦ D.19.212, cf. 22.45, Λεωκράτους Lycurg.149, τοῦ ἀδικοῦντος ἀποψηφίσασθαι ὡς οὐκ ἀδικεῖ Arist.Pr.951b1 τοῦ Πρίμου οὐκ ὀλίγοι ἀπεψηφίσαντο D.C.54.3.4
abs. δεήσομαι ὑμῶν ἀποψηφίσασθαι os pediré que me absolváis Pl.Ap.34d, cf. 39e.
2 aprobar una ley op. καταψηφίζομαι: ἐὰν δ' ἀποψηφίσησθε si aprobáis la ley D.20.164.

Greek Monolingual

ἀποψηφίζομαι (Α)
1. απομακρύνω με την ψήφο μου την κατηγορία από κάποιον, αθωώνω
2. αρνούμαι να εκλέξω κάποιον
3. αποστερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα
4. δεν εγκρίνω, απορρίπτω
5. ἀποψηφίζομαι... μή
ψηφίζω εναντίον.

Greek Monotonic

ἀποψηφίζομαι: Αττ. μέλ. -ῐοῦμαι· αποθ.·
I. 1. απαλλάσσω με την ψήφο μου κάποιον από μια κατηγορία θανάτου, τον αθωώνω, ἀποψηφίζεσθαί τινος, απαλλάσσω κάποιον από την ποινή του θανάτου με την ψήφο μου, αρνούμαι να τον καταδικάσω σε θάνατο, αντίθ. προς το καταψηφίζεσθαι, σε Λυκούργ.· εξού, ἀποψηφίζομαί τινος, απαλλάσσω, δηλ. αθωώνω με την ψήφο μου κάποιον που κατηγορείται για κάτι, σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., ρίχνω αθωωτική ψήφο, σε Πλάτ.
2. στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα με την ψήφο μου ως μέλος του δήμου, σε Δημ. — Παθ., έχω στερηθεί τα πολιτικά μου δικαιώματα, στον ίδ.
II. με αιτ. πράγμ., λέγεται για δικαστές, ἀποψηφίζομαι γραφήν, ψηφίζω εναντίον της αποδοχής μιας κατηγορίας, σε Αισχίν.
III. ἀποψηφίζομαι μὴ ποιεῖν τι, ψηφίζω κατά της εκτέλεσης κάποιου πράγματος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποψηφίζομαι:
1) голосовать против, отвергать, отклонять (τι Isae., Dem.; γραφήν Aeschin.; νόμον Plat.; τὸν θρίαμβον Plut.); проваливать на выборах, отводить (τινα Plut.): κύριος ἀποψηφιζόμενος Arst. имеющий право отклонять (вето); ἀποψηφίσασθαι μὴ ποιεῖν τι Xen., Dem. решить не делать чего-л.;
2) исключать из состава граждан (τινος Aeschin., Dem.): ἀποψηφισθῆναι τοῦ πολιτεύματος Dem. быть лишенным гражданства;
3) отводить обвинение, оправдывать по суду (Plat.; τινος Lys., Dem., Arst.).

Middle Liddell


I. to vote away from, θάνατον ἀπ. τινός to vote death away from him, refuse to condemn him to death, opp. to καταψηφίζεσθαι, Lycurg.:—hence ἀπ. τινός to vote a charge away from one, i. e. to acquit him, Dem., etc.:—absol. to vote an acquittal, Plat.
2. to vote the franchise away from one, i. e. to disfranchise by vote, Dem.:— Pass. to be disfranchised, Dem.
II. c. acc. rei, of judges, ἀπ. γραφήν to vote against receiving the indictment, Aeschin.
III. ἀπ. μὴ ποιεῖν τι to vote against doing, Xen.