εὔχαρις: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔχᾰρις:''' ι, gen. ιτος τό<br /><b class="num">1)</b> любезный, обходительный, приветливый, обаятельный ([[ἀστεῖος]] καὶ εὔ. Xen.; ὁ [[λόγος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прелестный, очаровательный ([[ὀρνίθιον]], [[τόπος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> благосклонный, милостивый ([[Ἀφροδίτη]] Eur.): ἐν τῷ [[διδόναι]] εὔ. Plut. щедрый.
|elrutext='''εὔχᾰρις:''' ι, gen. ιτος τό<br /><b class="num">1)</b> любезный, обходительный, приветливый, обаятельный ([[ἀστεῖος]] καὶ εὔ. Xen.; ὁ [[λόγος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[прелестный]], [[очаровательный]] ([[ὀρνίθιον]], [[τόπος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[благосклонный]], [[милостивый]] ([[Ἀφροδίτη]] Eur.): ἐν τῷ [[διδόναι]] εὔ. Plut. щедрый.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 09:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχᾰρῐς Medium diacritics: εὔχαρις Low diacritics: εύχαρις Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣ
Transliteration A: eúcharis Transliteration B: eucharis Transliteration C: eycharis Beta Code: eu)/xaris

English (LSJ)

neut. εὔχαρι, gen. ιτος, A charming, gracious, especially in society, Democr. 104, Pl.R.486d, 487a, X.Cyr.7.4.1; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες ib.2.2.12; εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις, Plb.22.21.3, 23.5.7; τὸ εὔχαρι urbanity, X.Ages.8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of Aphrodite, gracious, E.Heracl.894 (lyr.), Med.631 (lyr.); of animals, Arist.HA592b24: Comp. εὐχαριτώτερος Plot.3.6.6: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.BC2.26. II of places, pleasant, Arist.Pol. 1331a36.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχᾰρις: οὐδ. εὔχαρι, γεν ιτος· - εὐχάριστος, θελκτικός, εὐάρεστος, πλήρης χάριτος, ἐπίχαρις, δημοτικός, Λατ. gratiosus, urbanus, ἰδίως ἐν ταῖς συναναστοφαῖς, Πλάτ. Πολ. 486AD, 487Α· Ξεν.· ἀστεῖος καὶ εὔχαρις Ξεν. Κύρ. 2. 2. 12· εὔχ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις Πολύβ. 22. 21, 3., 24, 5, 7· τὸ εὔχαρι, εὔχαρις καὶ φιλόφρων τρόπος, εὐπροσηγορία, Ξεν. Ἀγησ. 8, 1., 11. 11: - ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἡρακλ. 894, πρβλ. Μήδ. 632. - ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5: - Ὑπερθ. εὐχαριτώτατος Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 26· τὸ ἐν Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 402, εὐχαρίστατα, ἴσως διορθωτέον εἰς -ότατα, ἐκ τοῦ εὐχάριστος. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, εὐάρεστος, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 4.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιτος;
1 gracieux, qui a bonne grâce, aimable ; τὸ εὔχαρι la grâce;
2 aimé.
Étymologie: εὖ, χάρις.

Greek Monolingual

-ι (ΑΜ εὔχαρις, -ι)
αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις
νεοελλ.
βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών
αρχ.
1. (επίθ. του Έρωτος και της Αφροδίτης)
ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος
2. (για τόπους) ευάρεστος
3. το ουδ. ως ουσ. το εύχαρι
η ευπροσηγορία, ο γεμάτος χάρη και φιλοφροσύνη τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χάρις.

Greek Monotonic

εὔχᾰρις: ουδ. εὔχαρι, γεν. -ιτος· ευχάριστος, χαριτωμένος, θελκτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, κομψός, δημοφιλής, σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ εὔχαρι, δημοτικότητα, αβροφροσύνη, λεπτοί τρόποι, κομψή συμπεριφορά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔχᾰρις: ι, gen. ιτος τό
1) любезный, обходительный, приветливый, обаятельный (ἀστεῖος καὶ εὔ. Xen.; ὁ λόγος Plut.);
2) прелестный, очаровательный (ὀρνίθιον, τόπος Arst.);
3) благосклонный, милостивый (Ἀφροδίτη Eur.): ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. щедрый.

Middle Liddell


pleasing, engaging, winning, gracious, popular, Eur., Plat.:— τὸ εὔχαρι popularity, urbanity, Xen.

English (Woodhouse)

charming, delightful, polite, well-bred

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)