ἐνδελεχής: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνδελεχής:''' непрерывный, постоянный ([[μνήμη]] Plat.; [[λειτουργία]] Isocr.; [[γένεσις]] Arst.; [[χρεία]], [[πόλεμος]] Plut.). | |elrutext='''ἐνδελεχής:''' [[непрерывный]], [[постоянный]] ([[μνήμη]] Plat.; [[λειτουργία]] Isocr.; [[γένεσις]] Arst.; [[χρεία]], [[πόλεμος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 12:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, (v. δολιχός) continuous, perpetual, μνήμη Pl.Lg.718a; λειτουργία Isoc.15.156 (Sup.); πῦρ LXX 1 Es.6.24; θυσίαι Ph.2.569, 587; πόλεμος Plu.Per.19; of persons, plodding, persevering, φροντισταὶ σύντονοι καὶ ἐνδελεχείς Phld. Oec.p.52 J., cf. Plu.Mar.13; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές perseverance, ib.6. Adv. ἐνδελεχῶς = continuously, ceaselessly Critias 19.5, Pl.R.539d, al., Diod.Com.1, Men.521, IG22.1028.33, LXXEx.29.38, Plu.Fab.19, etc.--Freq. confused with ἐντελεχής in codd., as Ph. l.c.
German (Pape)
[Seite 832] ές, fortdauernd, ununterbrochen; μνήμην ἐνδελεχῆ παρέχεσθαι Plat. Legg. IV, 717 e; Folgde; πόλεμος Plut. Pericl. 19; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Mar. 6. – Adv. ἐνδελεχῶς, z. B. ῥέειν Plat. Tim. 43 c; μεῖναι ἐνδ. καὶ ξυντόνως μηδὲν ἄλλο πράττοντα Rep. VII, 539 d; πίνειν ἐνδ. τὸ ποτήριον Diod. com. Ath. X, 431 c; oft bei Sp., auch neben ἀεί.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδελεχής: -ές, (ἴδε δολιχός), διηνεκής, διαρκής, μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον Πλάτ. Νόμ. 717Ε· λειτουργία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 167· πόλεμος Πλούτ. Περικλ. 19· τὸ ἐνδελεχὲς περί τι, τὸ ἀδιάλειπτον, τὸ συνεχές, τὸ ἀκατάπαυστον, ὁ αὐτ. Μάρ. 16. - Ἐπίρρ. -χῶς, Κριτίας 15.5, Πλάτ. Πολ. 539D, Τίμ. 43D, 58C· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. κωμικ., Διόδ. ἐν «Αὐλητρίδι» 1. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 4. Κρώβυλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· συχνὰ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. - Πολλάκις συγχέεται μετὰ τοῦ ἐντελεχής, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 905Ε, ἀλλ’ ἴδε ἐντελέχεια.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
continu, continuel;
Sp. ἐνδελεχέστατος.
Étymologie: DELG v. δολιχός.
Spanish (DGE)
-ές
• Grafía: graf. ἐντ- Ph.2.569
I 1perpetuo, constante, ininterrumpido μνήμη Pl.Lg.717d, λειτουργία la carga perpetua la de crear y mantener una familia, Isoc.15.156, cf. Arist.GC 336b32, πῦρ LXX 1Es.6.23, πόλεμος Plu.Per.19, cf. 2.87d, βήξ Plu.2.461b, σπουδή D.C.53.27.4, θυσίαι Ph.l.c., 1.497, δῶρα Ph.1.532, κίνησις Gal.3.307, ἀποφορτισμός Orib.8.23.1, τοῦτ' ἐνδελεχὲς ἐθέλει γίγνεσθαι esto suele producirse ininterrumpidamente un ciclo hídrico, Arist.Mete.347a5
•subst. τὸ ἐνδελεχές = continuidad τῆς μαθήσεως Hieronym.Phil.20, cf. Agatharch.99, D.L.9.87, del agua que fluye, Plu.2.1005e
•τὸ μὴ ἐνδελεχές = interrupción del crecimiento de las plantas, Thphr.CP 2.11.11, 5.1.10
•neutr. plu. sup. como adv. πολεμίων μὲν γὰρ τῷ χώρῳ ἐνδελεχέστατα ἐφεδρευόντων Agath.2.19.5, cf. Procop.Goth.3.38.21.
2 de pers. perseverante, insistente, tenaz οἱ ὀφθαλμοὶ ἐνδελεχεῖς ἐπὶ τὰς ὁδούς de los ojos de Dios, LXX Si.17.19, φροντισταί Phld.Oec.17.34, cf. Plu.Mar.13
•neutr. subst. ἐνδελεχές = perseverancia, tenacidad τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Plu.Mar.6, cf. Demetr.2, ἐν φιλοσοφίᾳ τὸ ἐνδελεχὲς καὶ τὸ συνεχὲς τῆς πορείας Plu.2.76c.
II adv. ἐνδελεχῶς = continua, constante, ininterrumpidamente ὄχλος ἐνδελεχῶς ἀμφιχορεύει Critias Fr.Trag.4.5, μεῖναι ἐνδελεχῶς καὶ συντόνως Pl.R.539d, cf. Lg.905e, κινεῖται ἐνδελεχῶς Arist.Mu.399a33, μεθύειν Crobyl.3, cf. Diod.Com.1, Men.Fr.412.3, X.Cyn.7.2, παρεμπίπτειν Plu.Fab.19, cf. LXX Ex.29.38, Lib.Decl.33.14
•insistentemente, con perseverancia ἠλείφοντο ... ἐ. ἐν τοῖς γυμνασίοις IG 22.1028.33 (Atenas II/I a.C.).
• Etimología: Cf. δολιχός.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐνδελεχής, -ές)
1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς», ΠΔ
2. επίμονος, πολύ προσεκτικός («ενδελεχής έρευνα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές
ενδελέχεια.
Greek Monotonic
ἐνδελεχής: -ές, συνεχής, ασταμάτητος, διαρκής, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -χῶς, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐνδελεχής: непрерывный, постоянный (μνήμη Plat.; λειτουργία Isocr.; γένεσις Arst.; χρεία, πόλεμος Plut.).
Frisk Etymological English
See also: s. δολιχός.
Middle Liddell
ἐνδελεχής, ές adj
continuous, perpetual, Plat., etc. adv. -χῶς, Plat. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἐνδελεχής: {endelekhḗs}
See also: s. δολιχός.
Page 1,511