ὑποτροπή: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(potroph/ | |Beta Code=u(potroph/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a turning back]], [[repulse]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">Alex.</span>32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[relapse]], [[recurrence]], Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Luc.</span>7</span>; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as <b class="b3">οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή</b>).</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a turning back]], [[repulse]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">Alex.</span>32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[relapse]], [[recurrence]], Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Luc.</span>7</span>; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as <b class="b3">οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή</b>).</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> retour, <i>particul.</i> retour périodique, accès;<br /><b>2</b> retraite.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτροπή''': ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ [[νικᾶν]] [[διαδοχή]], ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. [[ἐπιστροφή]], [[ἐπάνοδος]], ὑπ. τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584. | |lstext='''ὑποτροπή''': ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ [[νικᾶν]] [[διαδοχή]], ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. [[ἐπιστροφή]], [[ἐπάνοδος]], ὑπ. τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A a turning back, repulse, Plu. Alex.32. II relapse, recurrence, Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.Luc.7; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 retour, particul. retour périodique, accès;
2 retraite.
Étymologie: ὑποτρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπή: ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ νικᾶν διαδοχή, ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ὑπ. τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.
Greek Monolingual
η / ὑποτροπή, ΝΑ
(για νόσο) επανεμφάνιση στη διάρκεια της ανάρρωσης ή μετά από πλήρη ή φαινομενική ίαση (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η υποτροπή» β. «ὑποτροπὴ τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το να υποπίπτει κανείς στο ίδιο παράπτωμα
2. (ποιν. δίκ.) η μετά από προηγούμενη καταδίκη, για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου διάπραξη αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο
αρχ.
εναλλαγή, διαδοχή εναλλάξ («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποτροπή: ἡ (ὑποτρέπω),
I. μεταστροφή, αλλαγή, μεταβολή, απόκρουση, απώθηση, ήττα, αποτυχία, σε Πλούτ.
II. ξαναπέσιμο, ξανακύλισμα, επιστροφή, επάνοδος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτροπή: ἡ
1) отступление, отход (ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι Plut.);
2) возврат, рецидив (τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Plut.).
Middle Liddell
ὑποτροπή, ἡ, [ὑποτρέπω]
I. a turning back, repulse, Plut.
II. a relapse, recurrence, Plut.