ὑπηνέμιος: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπηνέμιος:''' дор. [[ὑπανέμιος|ὑπᾱνέμιος]] 2<br /><b class="num">1)</b> легкий как ветер или уносимый ветром (οἱ κάνθαροι Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> рожденный без оплодотворения ([[κύημα]] Arst.; [[Ἣφαιστος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> неплодный ([[ᾠόν]] Arph., Arst.);<br /><b class="num">4)</b> ветреный, легкомысленный, тщеславный (ἄνθρωποι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[легковесный]], [[пустой]] (ὄνειροι, [[λόγος]] Plut.; [[πλοῦτος]] Luc.).
|elrutext='''ὑπηνέμιος:''' дор. [[ὑπανέμιος|ὑπᾱνέμιος]] 2<br /><b class="num">1)</b> легкий как ветер или уносимый ветром (οἱ κάνθαροι Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> рожденный без оплодотворения ([[κύημα]] Arst.; [[Ἣφαιστος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[неплодный]] ([[ᾠόν]] Arph., Arst.);<br /><b class="num">4)</b> ветреный, легкомысленный, тщеславный (ἄνθρωποι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[легковесный]], [[пустой]] (ὄνειροι, [[λόγος]] Plut.; [[πλοῦτος]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπ-ηνέμιος, doric ὑπ-ᾱνέμιος, ον [[ἄνεμος]]<br /><b class="num">I.</b> lifted or wafted by the [[wind]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[full]] of [[wind]], ὑπ. ᾠόν a [[wind]]-egg, [[which]] produces no chicken, Ar.:— metaph. [[vain]], [[idle]], [[empty]], Luc.; of men, [[braggart]], Plut.
|mdlsjtxt=ὑπ-ηνέμιος, doric ὑπ-ᾱνέμιος, ον [[ἄνεμος]]<br /><b class="num">I.</b> lifted or wafted by the [[wind]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[full]] of [[wind]], ὑπ. ᾠόν a [[wind]]-egg, [[which]] produces no chicken, Ar.:— metaph. [[vain]], [[idle]], [[empty]], Luc.; of men, [[braggart]], Plut.
}}
}}

Revision as of 13:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηνέμιος Medium diacritics: ὑπηνέμιος Low diacritics: υπηνέμιος Capitals: ΥΠΗΝΕΜΙΟΣ
Transliteration A: hypēnémios Transliteration B: hypēnemios Transliteration C: ypinemios Beta Code: u(phne/mios

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος) A lifted or wafted by the wind, ὑπᾱνέμιοι φορέονται Theoc.5.115; ὑ. τανύοιτο, of the Sun, Arat.839. 2 swift as the wind, Plu.Sert.12. II full of wind, ὑ. ᾠὰ wind-eggs, which produce no chickens, Ar.Fr.186, Pl.Com.19 (ἀνεμιαῖον ᾠόν was considered better Att., Moer.p.73 P.); of eggs laid by hens without impregnation, Arist.HA559b24; so κυήματα ὑ. Id.GA749b1; in Ar. Av.695 (anap.), ὑ. ᾠόν is the egg produced by Night alone, without impregnation; and Luc.Sacr.6 calls Hephaestus the ὑ. παῖς of Hera; λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Plu.2.38e (s. v.l.): hence 2 metaph., empty, idle, ὄνειροι ib.735e, cf. Luc.Harm.4; πλοῦτος Id.Gall.12.

German (Pape)

[Seite 1205] windig, Wind andeutend, Arat. 839; ὠόν, ein Windei, Ar. Av. 695 u. fr. bei Ath. IX, 374 c, vgl. ἀνεμιαῖος. Auch ὑπ. κύημα, Arist. gen. an. 3, 1. – Übertr., nichtig, eitel, leer; Plut. Sert. 12; ὀνείρατα Luc. Harm. 4. – Auch = windschnell, πούς, Nonn. D. 8, 177.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηνέμιος: -ον, (ἄνεμος) ὁ διὰ τοῦ ἀνέμου (φερόμενος), ὑπᾱνέμιοι φορέονται Θεόκρ. 5. 115. 2) ὁ προμηνύων ἄνεμον, Ἄρατ. 839. ΙΙ. πλήρης ἀνέμου, ὑπηνέμια ᾠά, «τὰ δίχα τοῦ ὀχευθῆναι γεννώμενα» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1· (ἀνεμιαῖον ᾠόν, ἐνομίζετο ἀττικώτερον, Μοῖρ. 73, πρβλ. Bergk ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. Meineke 2. 1018)· - κυρίως ὡς εἴρηται ἐπὶ ᾠῶν ἅπερ γεννῶσιν αἱ ὄρνιθες χωρὶς νὰ ὀχευθῶσιν ὑπ’ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, κἑξ. 10. 6, 2, κἑξ.· πρβλ. ὑπ. κύημα ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 1, 5 καὶ 18· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 695, ὑπην. ᾠόν, εἶναι τὸ παραχθὲν ὑπὸ τῆς Νυκτὸς μόνης ἄνευ σπορᾶς· καὶ ὁ Λουκ. περὶ Θυσιῶν 6 καλεῖ τὸν Ἥφαιστον ὑπ. παῖδα τῆς Ἥρας. 2) μεταφ., μάταιος, κενός, ἄκαρπος, ἄνευ ἀποτελέσματος, λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Πλούτ. 2. 38Ε· ὄνειροι αὐτόθι 735Ε, Λουκιαν. Ἁρμον. 4· πλοῦτος Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ἐπὶ ἀνθρώπων, πεφυσημένος, ἀλαζών, κομπαστής, Πλουτ. Σερτ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne contient que du vent ; vain, vide ; en parl. de pers. vain, vaniteux.
Étymologie: ὑπό, ἄνεμος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὑπανέμιος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.)
2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῦτον ἐκεῖνον ὑπηνέμιον φέρεσθαι παρασκευάσας», Λουκιαν.)
3. αυτός που προμηνύει άνεμο
4. γεμάτος αέρα («ὑπηνέμια ὠά»
i) άγονα αβγά
ii) κλούβια αβγά, Πλάτ., Αριστοτ.)
5. μτφ. α) γρήγορος σαν τον άνεμο (α. «ποὺς ὑπηνέμιος», Νόνν.
β. «φυγαῑς ἀπαύστοις ἀνθρώπων ὑπηνεμίων», Πλούτ.)
β) (για πρόσ.) κούφιος, αλαζόνας, κομπαστής
γ) (για πράγμ. και καταστάσεις) κενός, μάταιος, αναποτελεσματικόςπάντα ἐκεῖνα ὑπηνέμια ὀνείρατα», Λουκιαν.)
6. φρ. α) «ὑπηνέμιον κύημα» και «λοχεῑαι καὶ ὠδῑνες ὑπηνέμιοι» — ψευδής εγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι (Πλούτ.)
β) «ὑπηνέμιον ὠόν» — το αβγό που γέννησε η Νύκτα μόνη της, χωρίς σπόρο (Αριστοφ.)
γ) «ὑπηνέμιος παῑς» — ο Ήφαιστος, που γεννήθηκε από την Ήρα χωρίς αυτή να συνευρεθεί με κανέναν (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄνεμος + κατάλ. -ιος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὑπηνέμιος: Δωρ. -ᾱνέμιος, -ον (ἄνεμος),
I. αυτός που έχει σηκωθεί ή έχει μεταφερθεί με τον αέρα, σε Θεόκρ.
II. γεμάτος άνεμο, ὑπηνέμιον ᾠόν, κλούβιο αυγό, που δεν παράγει νεοσσούς, σε Αριστοφ.· μεταφ., μάταιος, άσκοπος, κενός, σε Λουκ.· λέγεται για ανθρώπους, καυχησιάρης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπηνέμιος: дор. ὑπᾱνέμιος 2
1) легкий как ветер или уносимый ветром (οἱ κάνθαροι Theocr.);
2) рожденный без оплодотворения (κύημα Arst.; Ἣφαιστος Luc.);
3) неплодный (ᾠόν Arph., Arst.);
4) ветреный, легкомысленный, тщеславный (ἄνθρωποι Plut.);
5) легковесный, пустой (ὄνειροι, λόγος Plut.; πλοῦτος Luc.).

Middle Liddell

ὑπ-ηνέμιος, doric ὑπ-ᾱνέμιος, ον ἄνεμος
I. lifted or wafted by the wind, Theocr.
II. full of wind, ὑπ. ᾠόν a wind-egg, which produces no chicken, Ar.:— metaph. vain, idle, empty, Luc.; of men, braggart, Plut.