τολμηρός: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tolmiros | |Transliteration C=tolmiros | ||
|Beta Code=tolmhro/s | |Beta Code=tolmhro/s | ||
|Definition=ά, όν, usual prose form for [[τολμήεις]], <span class="bibl">Antipho 3.3.1</span>, <span class="bibl">And.1.110</span>, <span class="bibl">Lys.7.19</span>, etc.; | |Definition=ά, όν, usual prose form for [[τολμήεις]], <span class="bibl">Antipho 3.3.1</span>, <span class="bibl">And.1.110</span>, <span class="bibl">Lys.7.19</span>, etc.; οἱ-ότατοι <span class="bibl">Isoc. 3.21</span>; προθυμία-οτάτη <span class="bibl">Th.1.74</span>; <b class="b3">τὸ τ. τινῶν</b> their [[hardihood]], ib.<span class="bibl">102</span>; <b class="b3">τὸ -ότερον</b> your [[greater daring]], <span class="bibl">Id.2.87</span>; τ. πολλὰ δρᾶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1117a2</span>; κἂν εἰ -ότερον εἰρῆσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>267d</span>: also in Poets, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>305</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>445</span> (anap.), <span class="bibl">Bion 1.60</span>; ἀνοίας οὐδὲν -ότερον <span class="bibl">Men.738</span>; opp. [[εὔτολμος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Mon.</span>153</span>. Adv. -ρῶς <span class="bibl">Th.3.74</span>,<span class="bibl">83</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>2.12</span>, etc.: Comp. -ότερον <span class="bibl">Th.4.126</span>, <span class="bibl">Plb.1.17.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>15.15</span>: Sup. -ότατα <span class="bibl">Poll.3.136</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:42, 24 August 2022
English (LSJ)
ά, όν, usual prose form for τολμήεις, Antipho 3.3.1, And.1.110, Lys.7.19, etc.; οἱ-ότατοι Isoc. 3.21; προθυμία-οτάτη Th.1.74; τὸ τ. τινῶν their hardihood, ib.102; τὸ -ότερον your greater daring, Id.2.87; τ. πολλὰ δρᾶν Arist.EN1117a2; κἂν εἰ -ότερον εἰρῆσθαι Pl.Sph.267d: also in Poets, E.Supp.305, Ar.Nu.445 (anap.), Bion 1.60; ἀνοίας οὐδὲν -ότερον Men.738; opp. εὔτολμος, Id.Mon.153. Adv. -ρῶς Th.3.74,83, X.Smp.2.12, etc.: Comp. -ότερον Th.4.126, Plb.1.17.7, Ep.Rom.15.15: Sup. -ότατα Poll.3.136.
German (Pape)
[Seite 1126] gew, prof. Form, auch Tragg., wie Eur. Suppl. 317, statt τολμήεις, kühn; Antiph. 3 γ 1; Andoc. 1, 110; Lys. 31, 1; Thuc. 1, 74. 4, 126; Plat. Legg. VIII, 835 c; neben ἰταμός, dem βραδύς u. ὀκνηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24; auch tadelnd, im superl., Isocr. 3, 21; Sp., σὺν νῷ τολμηρότατος Pol. 13, 35, 6. – Adv., Thuc. 3, 83.
Greek (Liddell-Scott)
τολμηρός: -ά, -όν, ὁ συνήθης ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τύπος ἀντὶ τοῦ ποιητικοῦ τολμήεις, Ἀντιφῶν 122. 30, Ἀνδοκ. 15. 3, Λυσί. 110. 5, Πλάτ., κλπ.· προθυμία τολμηροτάτη Θουκ. 1. 74· τὸ τολμηρόν τινος, ἡ τόλμη, τὸ θάρρος, αὐτόθι 102· τὸ τολμηρότερον, ἡ μεγαλειτέρα αὐτοῦ τόλμη, ὁ αὐτ. 2. 87· τολμηρὰ πολλὰ δρᾶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 11· κἂν ᾖ τολμηρότερον εἰρῆσθαι Πλάτ. Σοφιστ. 267D· - ὡσαύτως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἱκ. 305, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Βίων 1. 60· ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 194· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἰταμός, θρασύς, ἀντίθετον τῷ εὔτολμος, ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 153. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Θουκ. 3. 74, 83, Ξενοφ., κλπ. - Συγκρ. -ότερον Θουκ. 4. 126· ὑπερθετ. -ότατα, Πολυδ. Γ΄, 136. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 518.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
courageux, hardi, audacieux ; τὸ τολμηρόν hardiesse;
Cp. τολμηρότερος, Sp. τολμηρότατος.
Étymologie: τόλμα.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τολμηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.)
2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.)
3. (κατ' επέκτ.) θρασύς, αναιδής
νεοελλ.
1. αδιάντροπος, ξετσίπωτος («τολμηρά λόγια»)
2. προκλητικός («τολμηρό φόρεμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τολμηρόν
α) τόλμη, θάρρος («δείσαντες τῶν Ἀθηναίων τὸ τολμηρόν», Θουκ.)
β) τολμηρή πράξη.
επίρρ...
τολμηρώς / τολμηρῶς ΝΜΑ, και τολμηρά Ν
κατά τρόπο τολμηρό, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, πον-ηρός)].
Greek Monotonic
τολμηρός: -ά, -όν (τολμάω), = τολμήεις, σε Θουκ.· τὸ τολμηρόν τινος, η τόλμη, το θάρρος του, στον ίδ.· επίρρ., τολμηρῶς, στον ίδ.· συγκρ. τολμηρότερον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τολμηρός:
1) отважный, смелый (προθυμία Thuc.);
2) дерзкий (κατηγορίαι Lys.).
Middle Liddell
τολμηρός, ή, όν τολμάω = τολμήεις, Thuc.]
τὸ τολμηρόν τινος his hardihood, Thuc.; adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ότερον, Thuc.
Chinese
原文音譯:tolmhrÒteron 拖而姆羅帖朗
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(更)敢(著)
字義溯源:更加勇敢,勇敢的,放膽的,膽敢的,輕率的;源自(τολμάω)=冒險,付諸行動),而 (τολμάω)出自(τόκος)X*=勇敢)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 放膽(1) 羅15:15