ὀργάζω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orgazo | |Transliteration C=orgazo | ||
|Beta Code=o)rga/zw | |Beta Code=o)rga/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[soften]], [[knead]], [[temper]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>451</span> F; πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>482</span>, cf. <span class="bibl">510</span>,<span class="bibl">787</span>; πηλὸν . . ὄργασον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>839</span>, cf. <span class="bibl">Eup.248</span>; κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε σειραῖα δεσμά <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>25</span>; ὀ. λίπεϊ . . θρόνα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>155</span>; of the action of fire, τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>869b27</span>:—Med., φύλλα ξηρὰ . . ἐλαίῳ ὀργάσασθαι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.206</span>, cf. Archil. ap. Phot.<span class="bibl">p.64</span> R., <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>652</span>; dub. cj. in <span class="bibl">Alciphr.3.7</span> :—Pass., <b class="b3">ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ</b> [[has been]] well [[kneaded]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>194c</span> (restored from Tim.<span class="title">Lex.</span> and Suid. for <b class="b3">εἰργ-</b>). Cf. [[ὀργάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:57, 24 August 2022
English (LSJ)
soften, knead, temper, A.Fr.451 F; πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν S.Fr.482, cf. 510,787; πηλὸν . . ὄργασον Ar.Av.839, cf. Eup.248; κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε σειραῖα δεσμά S.Fr.25; ὀ. λίπεϊ . . θρόνα Nic.Al.155; of the action of fire, τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀ. Arist.Pr.869b27:—Med., φύλλα ξηρὰ . . ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Hp.Mul.2.206, cf. Archil. ap. Phot.p.64 R., Nic.Th.652; dub. cj. in Alciphr.3.7 :—Pass., ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ has been well kneaded, Pl.Tht.194c (restored from Tim.Lex. and Suid. for εἰργ-). Cf. ὀργάω.
German (Pape)
[Seite 368] weich machen, kneten; πηλὸν ἀποδὺς ὄργασον, Ar. Av. 839; sp. D., ἐνιθρύψειας ὀράμνους ὀργάζων λίπεϊ ῥοδέῳ, Nic. Al. 154, vgl. Ther. 632; Her. 4, 64 schwankt die Lesart zwischen ὀργάσας, ὀργήσας, ὀργίσας; μετρίως ὠργασμένος erkl. Tim. lex. Plat. μεμαλαγμένος, δεδευμένος, welche Glosse sich auf Theaet. 194 c bezieht, wo εἰργασμένος steht; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 179, der ausführlich über das Wort handelt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργάζω: μαλάσσω, ποιῶ μαλακόν, Λατιν. subigere, πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν Σοφ. Ἀποσπ. 432 πηλὸν ὄργασον, «μάλαξον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 839, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Προσπαλτίοις» 5· ὀράμνους ὀργ. λίπεῑ Νικ. Ἀλεξιφ. 155· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ πυρός, τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀργ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φύλλα ξηρὰ ... ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Ἱππ. 673. 44, πρβλ. 17 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Liitré ἀντὶ ἐργ-), πρβλ. Νικ. Θηρ. 652, Ἀλκίφρ. 3. 7. - Παθ., ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ Πλάτ. Θεαίτ. 194C (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Τιμ. Λεξ. καὶ Σουΐδ. ἀντὶ εἰργ-), Πρβλ. ὀργάω - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 41.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., ao. ὤργασα et pf. Pass. ὤργασμαι;
1 amollir, masser, pétrir;
2 corroyer, tanner.
Étymologie: ὀργάς.
Greek Monolingual
ὀργάζω (ΑΜ)
κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ.
β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῦν
τες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.)
αρχ.
παθ. ὀργάζομαι
(για κερί) λειώνω, τήκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται από τον τ. ἐόργη «μαγειρικό σκεύος, κουτάλα» (< ἐ-Fόργᾱ με προθεματικό φωνήεν ή < Fε-Fόργᾱ με διπλασιασμό), που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα werg- «κάνω» (πρβλ. έργο, έρδω)].
Greek Monotonic
ὀργάζω: (ὀργάω), μέλ. -σω, αόρ. αʹ ὤργᾰσα — Παθ., παρακ. ὤργασμαι· μαλάζω, ζυμώνω, αναμειγνύω, Λατ. subigere, σε Αριστοφ. — Παθ., ὠργασμένος, καλοζυμωμένος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀργάζω: ἔργον
1) разминать, мять (πηλόν Soph., Arph.): ὁ κηρὸς ὠργασμένος Plat. размятый, т. е. мягкий воск;
2) выделывать (sc. τὰ δέρματα Her.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to soften, to mould, to tan
See also: s. ἐόργη.
Middle Liddell
ὀργάζω, ὀργάω
to soften, knead, temper, Lat. subigere, Ar.:—Pass., ὠργασμένος well kneaded, Plat.
Frisk Etymology German
ὀργάζω: {orgázō}
Grammar: v.
Meaning: weich machen, kneten, gerben
See also: s. ἐόργη.
Page 2,410