ναυτιλία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 , :")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ναυτῐλία:''' эп.-ион. ναυτῐλίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[мореходное искусство]], [[судоходство]] (ν. καὶ [[κυβερνητική]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> морское путешествие, мореходство: ναυτιλίῃσι ἐπιθέσθαι Her. заняться морскими путешествиями;<br /><b class="num">3)</b> [[судно]], [[корабль]] ([[πολύσκαλμος]] Anth.).
|elrutext='''ναυτῐλία:''' эп.-ион. ναυτῐλίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[мореходное искусство]], [[судоходство]] (ν. καὶ [[κυβερνητική]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[морское путешествие]], [[мореходство]]: ναυτιλίῃσι ἐπιθέσθαι Her. заняться морскими путешествиями;<br /><b class="num">3)</b> [[судно]], [[корабль]] ([[πολύσκαλμος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 07:58, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτῐλία Medium diacritics: ναυτιλία Low diacritics: ναυτιλία Capitals: ΝΑΥΤΙΛΙΑ
Transliteration A: nautilía Transliteration B: nautilia Transliteration C: naftilia Beta Code: nautili/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A sailing, seamanship, Od.8.253, Hes.Op.618, Pl.R.527d, al. 2 voyage, Hdt.4.145, Hp.Aph.4.14: and in plural, ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Hdt.1.1, cf. 163; ναυτιλίῃσι χρέεσθαι Id.2.43, cf. Pi.N.3.22, I.4(3).57. 3 ship, πολύσκαλμος ν. AP7.295.4 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das Fahren zu Schiffe, die Seefahrt; περιγιγνόμεθ' ἄλλων ναυτιλίῃ, so rühmen sich die Phäaken, Od. 8, 253; Hes. O. 620. 644; ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις, Pind. I. 3, 75, vgl. N. 3, 21; Her. 1, 1. 163. 2, 43, auch im plur.; Plat. Rep. VII, 527 d; περί τε ναυτιλίαν καὶ κυβερνητικήν, Legg. IV, 709 b; βλαβερά, Xen. Mem. 4, 2, 32; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτῐλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ναυτίλλεσθαι, τὸ ταξειδεύειν μὲ πλοῖα, θαλασσοπλοΐα, Ὀδ. Θ. 253, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616, Πλάτ. Πολ. 527D, κ. ἀλλ. 2) πλοῦς, ταξείδιον, Πινδ. Ν. 3. 38, Ἡρόδ. 4. 145, Ἱππ. Ἀφ. 1249· καὶ ἐν τῷ πληθ., ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Ἡρόδ. 1. 1, 163· ναυτιλίῃσι χρέεσθαι ὁ αὐτ. 2. 43, πρβλ. Πινδ. Ι. 4 (3). 98. 3) πολύσκαλμος ν., ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 7. 295.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transport par mer, navigation.
Étymologie: ναυτίλος.

English (Slater)

ναυτῐλία
   1 voyage, seafaring τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (P. 4.70) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος · ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (cf. fr. 256) (N. 3.22) ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: for voyages, cf. Wil. on Eur., Her. 20: v. τέναγος) (I. 4.57)

Greek Monolingual

η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) ναυτίλος
το επάγγελμα και το έργο του ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα
νεοελλ.
1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη του ναυτικού
2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό
αρχ.
1. πλους, ταξίδι διά μέσου θαλάσσης
2. πλοίο.

Greek Monotonic

ναυτῐλία: ἡ, Ιων. -ίη,
I. 1. ναυσιπλοΐα, ναυτιλιακή ικανότητα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
2. θαλασσινό ταξίδι, σε Πίνδ., Ηρόδ.
II. λέγεται για πλοίο, πολύσκαλμος ναυτιλία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ναυτῐλία: эп.-ион. ναυτῐλίη ἡ
1) мореходное искусство, судоходство (ν. καὶ κυβερνητική Plat.);
2) морское путешествие, мореходство: ναυτιλίῃσι ἐπιθέσθαι Her. заняться морскими путешествиями;
3) судно, корабль (πολύσκαλμος Anth.).

Middle Liddell

ναυτῐλία, ἡ,
I. sailing, seamanship, Od., Hes.
2. a voyage, Pind., Hdt.
II. a ship, Anth.

English (Woodhouse)

seamanship, sea manship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)